Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ψυχολογία – Ψυχοθεραπεία: επιστημονική θεραπεία ή συντήρηση του συστήματος;

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η ψυχοθεραπεία, αρχικά με τη μορφή της ψυχανάλυσης και αργότερα με ένα πλήθος θεραπευτικών μεθόδων, επιδιώκει να βοηθήσει τους πελάτες – χρήστες της να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τις ψυχολογικές διαταραχές που βιώνουν και τα συνεπαγόμενα συμπτώματα τους. Ωστόσο αμφισβητείται τόσο η αποτελεσματικότητα των μεθόδων της, όσο και το αν στην πραγματικότητα στοχεύει στην ψυχική υγεία των χρηστών της ή στην προσαρμογή τους σε μία «άρρωστη» κοινωνία που είναι στην ουσία υπεύθυνη για τη «δημιουργία» των συγκεκριμένων προβλημάτων.

Η αποτελεσματικότητα των ποικίλων μορφών ψυχοθεραπείας σύμφωνα με μετά – αναλύσεις δεν ξεπερνά το 16% των περιπτώσεων. Τα υπόλοιπα περιστατικά είτε δεν βελτιώνονται είτε εγκαταλείπουν τη θεραπεία. Γι αυτό το λόγο, άλλωστε, τα διάφορα διεθνή ινστιτούτα ψυχοθεραπειών (π.χ. Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, Διεθνής Εταιρεία Ομαδικής Θεραπείας κ.λπ.) προσβλέπουν στα έσοδα από την εκπαίδευση νέων μελών περισσότερο από αυτά των υποτιθέμενων θεραπειών. Η απογοητευτική αυτή αποτελεσματικότητα (16%) έχει δώσει επιπλέον επιχείρημα στις φαρμακευτικές εταιρίες για να κατασκευάζουν νέα φάρμακα και να συνεχίσουν απρόσκοπτα να απομυζούν τους κρατικούς προϋπολογισμούς υγείας και τα εισοδήματα των δύστυχων ασθενών με ψυχολογικές διαταραχές, που ενίοτε λειτουργούν και ως πειραματόζωα.

Ο βασικός λόγος για την αναποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας είναι απλός: για να θεραπεύσεις ένα παιδί με ψυχικές διαταραχές πρέπει να «θεραπεύσεις» την οικογένεια του. Η θέση αυτή είναι γνωστή και δεδομένη σε όλους τους ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές όλου του κόσμου. Συχνά και μόνο με παρεμβάσεις στην οικογένεια, το παιδί επανέρχεται στη φυσιολογική συμπεριφορά. Στις περισσότερες, ωστόσο, περιπτώσεις, για να θεραπεύσεις τη συνολική συμπεριφορά των μελών μιας οικογένειας, δεδομένου ότι η οικογένεια αυτή είναι μέλος μιας κοινότητας, θα χρειαστεί να παρέμβεις σε κοινοτικό επίπεδο (εξάλειψη στίγματος, αλλαγή στερεοτύπων, νοοτροπιών, μύθων). Ακόμη όμως και μετά από αυτήν την παρέμβαση, θα απαιτηθεί να υπάρξουν παρεμβάσεις σε οικονομικά και πολιτισμικά θέματα σε περιφερειακό επίπεδο (χρηματοδοτήσεις, θρησκευτικοί κανόνες κ.α.), και ακόμη οι παρεμβάσεις μπορεί να χρειαστεί να γίνουν ακόμη και σε εθνικό επίπεδο (σύνταγμα, νομοθεσία) ή το διεθνές περιβάλλον. Για παράδειγμα, σε μία φτωχή Αφρικανική χώρα όπου πολυεθνικές εταιρίες καρπώνονται όλο τον πλούτο της, με συνέπεια να μην διατίθενται πόροι για υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική πολιτική, είναι εξαιρετικά δύσκολο με ψυχοθεραπεία να προσπαθείς να θεραπεύσεις την κατάθλιψη ενός έφηβου κακοποιού. Και παρά τις μεμονωμένες επιτυχίες που μπορεί να έχεις, η πλειοψηφία των περιστατικών με παρόμοιες διαταραχές είναι βέβαιο ότι θα επιδεινωθεί. Επομένως, η ψυχική υγεία, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι θέμα που εξαρτάται στις περισσότερες περιπτώσεις από το ευρύτερο περιβάλλον: πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό.

Λόγω των συγκεκριμένων δεδομένων, που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν για την ορθότητα τους, η ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης της ψυχολογίας, καθώς και των ποικίλων μορφών της ψυχοθεραπείας, οδηγούνται σε λάθος κατευθύνσεις και επιτελούν σκοπούς άλλους από αυτούς που θα έπρεπε κανονικά να υπηρετούν. Πιο συγκεκριμένα:

1. Η ψυχοθεραπεία, στις περισσότερες μορφές της (εκτός ίσως από την αφηγηματική – narrative θεραπεία), στοχεύει σε προσωπικές ή το πολύ οικογενειακές αλλαγές των πελατών – χρηστών της, χωρίς ποτέ να αμφισβητεί το πολιτικό, οικονομικό ή πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο ζουν. Για κάθε πρόβλημα που της παρουσιάζεται (π.χ. κατάθλιψη) αναζητά τις αιτίες και επιζητεί να επιφέρει αλλαγές μόνο στην προσωπική ζωή και ιστορία των πελατών της. Στις περισσότερες όμως των περιπτώσεων, τα ψυχολογικά προβλήματα των χρηστών της ψυχοθεραπείας οφείλονται στο γενικότερο πλαίσιο στο οποίο ζουν. Έτσι, για παράδειγμα, μία ορθόδοξη χριστιανή μπορεί να βιώσει καταθλιπτικά συμπτώματα σε περίπτωση που ερωτευτεί μουσουλμάνο, αν η οικογένεια της δεν της επιτρέπει να τον παντρευτεί. Ή ένας «αδύναμος χαρακτήρας» μπορεί να απελπιστεί, όταν στην σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία δεν έχει τα χρήματα να αγοράσει ότι διαφημίζεται. Ή ένας 50χρονος πατέρας μικρών παιδιών μπορεί να βιώσει έντονη κατάθλιψη αν χάσει τη δουλειά του και μείνει για καιρό άνεργος. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις η ψυχοθεραπεία μπορεί να προσφέρει ελάχιστα, και με δεδομένο το μεγάλο της κόστος (από 50 – 150 ευρώ η 50λεπτη συνάντηση) γίνεται απρόσιτη υπηρεσία για τους περισσότερους. Σε κάθε, δε, περίπτωση, δεν υπάρχει ψυχοθεραπευτική μέθοδος που να αμφισβητήσει τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα (κυριαρχία της διαφήμισης, δημιουργία πλαστών αναγκών, περιορισμός των πόρων για κοινωνική πολιτική κ.α.), την πολιτική ή τη δικαστική εξουσία (παρά τα συνεχή τεκμήρια διαφθοράς, χρηματισμού κ.λπ.), την πολιτισμική εξουσία (κατευθυνόμενη από τις επιχειρήσεις επιστημονική έρευνα, απαρχαιωμένοι θρησκευτικοί κανόνες κ.α.). Αντίθετα, η εφαρμογή της ψυχοθεραπείας σε συνταγές ευτυχίας και επιτυχίας τύπου «γίνε ο καλύτερος πωλητής», «κατέκτησε τον άνδρα των ονείρων σου σε 30 ημέρες», καθώς και η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού προκειμένου αυτό να συνεχίσει να εργάζεται αδιαμαρτύρητα στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό.

2. Η ανάπτυξη της σύγχρονης ψυχολογίας είναι προβληματική, για τον πολύ απλό λόγο ότι και πάλι δεν αμφισβητεί το γενικότερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Τόσο οι διπλωματικές εργασίες, όσο και οι έρευνες μεταπτυχιακών σπουδαστών, υποψήφιων διδακτόρων ή εκλεγμένων καθηγητών εκπονούνται, όχι με κριτήριο την πρωτοτυπία ή την καινοτόμα σκέψη τους (ως θα όφειλαν), αλλά με στόχο να δημοσιευτούν σε κάποιο από τα, υψηλά σε κατάταξη, επιστημονικά περιοδικά. Αυτή η δημοσίευση θα τους χρησιμεύσει για την επαγγελματική τους βιωσιμότητα και ανέλιξη. Ωστόσο, τα επίσημα περιοδικά, έχουν συχνά κατηγορηθεί ότι δημοσιεύουν πολύ επιλεκτικά μόνο έρευνες «γνωστών» επιστημόνων, που συνήθως χρηματοδοτούνται από μεγάλες πολυεθνικές ή φαρμακευτικές εταιρίες. Επίσης, έχουν κατηγορηθεί ότι αποκλείουν τη δημοσίευση οποιασδήποτε έρευνας θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα του κατεστημένου επιστημονικού και εμπορικού κόσμου. Για παράδειγμα, αν ανακαλυπτόταν μία πάμφθηνη θεραπεία του καρκίνου που δεν θα μπορούσε να πατενταριστεί, αμφισβητείται το αν τα μεγάλα περιοδικά θα τη δημοσίευαν. Έτσι, αντί της πρωτότυπης ή ακόμη και της αντισυμβατικής έρευνας, οι συντάκτες των περιοδικών μένουν σε λεπτομέρειες όπως το αν οι δημοσιεύσεις ξεπερνούν τις 5000 λέξεις, αν η βιβλιογραφία γράφεται με τον αυστηρά ενδεδειγμένο τρόπο κ.α. Και, για παράδειγμα, στο χώρο της ψυχολογίας δημοσιεύονται μόνο «ανώδυνες» έρευνες σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης των παιδιών, το αν η ευτυχία είναι μεταδοτική, ή το πώς λειτουργούν τα κοινωνικά δίκτυα. Οτιδήποτε αφορά σε μη ενδεδειγμένους τομείς έρευνας εκπονείται συνήθως εκτός Πανεπιστημίων.

3. Κεντρικός στόχος για τις περισσότερες μορφές ψυχοθεραπείας είναι η επίτευξη της αυτο – εκτίμησης των πελατών – χρηστών της. Για την καλλιέργεια και την επίτευξη αυτού του στόχου χρησιμοποιεί τεχνικές υποβολής και αυθυποβολής που επιχειρούν να εδραιώσουν την αντίληψη στο άτομο ότι είναι μοναδικό, υπέροχο, καταπληκτικό, ότι έχει απεριόριστες δυνατότητες και ικανότητες, και ότι μπορεί να μεταχειριστεί οποιοδήποτε μέσο ή άνθρωπο, ή κοινωνικό δίκτυο για να αυτό – πραγματωθεί. Σύμφωνα με το P. C. Vitz, συγγραφέα του βιβλίου «Η Ψυχολογία ως Θρησκεία», «…ποτέ άλλοτε τόσοι άνθρωποι δεν ήταν σε εγρήγορση για το άτομο τους, τόσο πεπεισμένοι πως ο εαυτός είναι κάτι που πρέπει να εκφραστεί… ο εαυτός έχει καταντήσει αντικείμενο του εαυτού του». Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η επίτευξη ενός βαθμού αυτο – εκτίμησης είναι απαραίτητη και χρήσιμη. Από το σημείο εκείνο, ωστόσο, και έπειτα, θα πρέπει να δοθεί ίδιας σπουδαιότητας βάρος στην ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, στη συμπόνια για τον διπλανό, στη βοήθεια στον συνάνθρωπο κ.λπ., θέματα που ακόμη πραγματεύεται και προβάλλει, αντί της ψυχοθεραπείας, η θρησκεία. Έτσι η ψυχολογία παραμένει να ενδιαφέρεται μόνο για την ανάπτυξη της «εγωιστικής» πλευράς του Ανθρώπου.

4. Τέλος, ένα σημαντικό δεδομένο που θέτει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας, είναι το γεγονός ότι ασκείται από επαγγελματίες που αναζητούν πελάτες. Ως συνέπεια αυτού, οι ψυχοθεραπευτές έχουν συμφέρον να «χαϊδεύουν» τα αυτιά των πελατών τους, να τους κρατούν όσο μπορούν περισσότερο σε «θεραπευτικές» συνεδρίες είτε χρειάζεται είτε όχι, να κακολογούν συναδέλφους τους, να «φουσκώνουν» τα συμπτώματα των πελατών τους, και να τους απαλλάσσουν από ενοχές για τα δικά τους λάθη φορτώνοντας τα σε γονείς, δασκάλους ή την κοινωνία. Καλώς ή κακώς, η καριέρα ενός ψυχοθεραπευτή εξαρτάται από τη μεγάλη και συχνή πελατεία του, και αυτό αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την υιοθέτηση μιας ανήθικης ή μη δεοντολογικής του επαγγελματικής συμπεριφοράς.



Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι μόνο ο πελάτης – χρήστης που έχει αποφασίσει ότι θέλει να αλλάξει (νοητικά, συναισθηματικά, συμπεριφορικά) μπορεί και να αλλάξει μέσω της ψυχοθεραπείας. Μήπως λοιπόν το 16% των επιτυχημένων ψυχοθεραπειών αντιστοιχούν στο ποσοστό αυτών των ανθρώπων, που ακόμη και χωρίς την επαγγελματική βοήθεια των ψυχοθεραπευτών θα άλλαζαν; Και μήπως, τόσο η ψυχοθεραπεία, όσο και η ψυχολογία, χρειάζονται ανθρώπους με γνώση και ήθος για να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αλλιώς απλώς εξυπηρετούν το σύστημα της αγοράς και των ανταγωνιστικών κοινωνικοοικονομικών σχέσεων;

Και τέλος, γιατί για όλα αυτά τα φαινόμενα δεν μιλάει κανείς από τους ακαδημαϊκούς και την ελίτ της διανόησης στη χώρα μας και διεθνώς; Που είναι η φιλοσοφική κριτική της κοινωνίας μας; Γιατί το μόνο πνευματικό προϊόν που έρχεται σε επαφή με την κοινωνία έχει να κάνει με την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών;

ΤΖΟΓΟΣ, ΤΥΧΕΡΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ

Συχνά σκεφτόμαστε ή ακούμε τη φράση «…αν κερδίσω το λαχείο, θα...», και ακολουθεί μία ροή ευχάριστων φαντασιώσεων και επιθυμιών που στερεώνει την αντίληψη μας (ή αυτών που το λένε) ότι θα έρθει η άσπρη μέρα… Φυσικά το «λαχείο» δεν πέφτει ποτέ, ενώ οι διοργανωτές των τυχερών παιχνιδιών (λαχεία, ΠΡΟ-ΠΟ κ.λπ.) τρίβουν τα χέρια τους από τα συνεχόμενα κέρδη που τους προσφέρουν οι εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί και εξαρτημένοι του τζόγου! Το κράτος, έχοντας γνώση των τεράστιων κερδών που αποφέρουν τα «τυχερά παιχνίδια», είτε τα διοργανώνει το ίδιο (εθνικό λαχείο, ΟΠΑΠ), είτε φορολογεί με μεγάλους συντελεστές τα παιχνίδια που διοργανώνουν ιδιωτικές εταιρίες (καζίνο, φρουτάκια). Σε περίπτωση δε που συλλάβει παράνομους (= αφορολόγητους) διοργανωτές τους τιμωρεί με βαριές ποινές, προκειμένου να ελέγχει στο 100% αυτούς τους πολύτιμους και ανεξάντλητους πόρους. Τα τεράστια ποσά που κερδίζει το κράτος, διανέμοντας μόνο το 20% των εσόδων στους «νικητές», τα μοιράζει σε υπαλλήλους των σχετικών Οργανισμών (καθαρίστρια στον ΟΠΑΠ έχει ετήσιο μισθό άνω των 100.000 ευρώ), σε περαιτέρω διαφήμιση, και, όπως έχει υποτεθεί, χρηματοδότηση γνωστών (μέσω διοργάνωσης πανάκριβων συνεδρίων, πολιτιστικών εκδηλώσεων κ.λπ.), «ημετέρων» και πολιτικών κομμάτων.

Πόσο όμως πραγματική είναι η πιθανότητα για κάποιον «κοινό θνητό» να κερδίσει;

Όσον αφορά σε μικρά ποσά μικρή, σε δε μεγάλα ποσά μηδενική.

Ναι, αλλά κάποιοι κερδίζουν εκατομμύρια… Φυσικά, το κάθε παιχνίδι αφήνει λίγους να κερδίσουν για λόγους διαφήμισης και διατήρησης των πιστών πελατών του στο συγκεκριμένο παιχνίδι (μιας και υπάρχουν πάντα και ανταγωνιστικά). Όμως αυτό γίνεται λίγες φορές (τις υπόλοιπες βγαίνει συνεχώς Τζακ ποτ = κανείς δεν κερδίζει). Τις λίγες αυτές φορές, έχει υπολογιστεί ότι, αν έχουμε παίξει μια μόνο στήλη π.χ. στο Τζόκερ, η πιθανότητα να κερδίσουμε είναι 1/24435180 ή αν το προτιμάτε σε ποσοστό επί τοις εκατό, όπως συνηθίζεται άλλωστε, αυτό είναι 0,0000041 %, ενώ αν παίξει κάποιος 250.000 διαφορετικές στήλες η πιθανότητα να κερδίσει είναι λίγο πάνω από 1%. Είναι αυταπόδεικτο λοιπόν ότι η πιθανότητα κέρδους ενός μεγάλου ποσού είναι μηδαμινή.

Το κάθε παιχνίδι έχει τις ιδιαιτερότητες του, αλλά ο κανόνας είναι ένας: χειραγώγηση του αποτελέσματος ώστε στο τέλος να κερδίζει πάντα ο διοργανωτής. Μερικοί από τους τρόπους χειραγώγησης είναι:

o Τύπος ΞΥΣΤΟ: Αφαίρεση από κάθε έκδοση των αποκομμάτων που κερδίζουν τα μεγάλα ποσά, πριν τη διάθεση τους στην αγορά. Για το λόγο αυτό δεν διαβάσαμε ή ακούσαμε ποτέ για υπερτυχερό του συγκεκριμένου παιχνιδιού.

o Τύπος Λαχείου, Τζόκερ, Λόττο: Σίγουρη χειραγώγηση των αποτελεσμάτων που αποδεικνύεται από την κάθε χρόνο επανάληψη Τζακ Ποτ στις περιόδους της Πρωτοχρονιάς, ή τις αρχές κάθε μήνα (που οι παίκτες έχουν μόλις πάρει το μισθό τους και παίζουν μεγαλύτερα ποσά). Είναι αφελές να μην μπορεί κάποιος να υποψιαστεί ότι θα ήταν απίθανο κάθε χρόνο την Πρωτοχρονιά να συμβαίνει Τζακ ποτ. Και αν ακόμη συνέβαινε να αποτραπεί το Τζακ ποτ της Πρωτοχρονιάς μία στην 100ετία, θα συνέβαινε για να μας διασκεδάσουν τις υπόνοιες του στησίματος του αποτελέσματος.

o Τύπος ΚΙΝΟ: από τη στιγμή που ο Υπολογιστής γνωρίζει ακριβώς ποια νούμερα έχουν παιχτεί και με ποια ποσά, αποφασίζει σε χιλιοστά του δευτερολέπτου τι κέρδη διανέμει με τα αποτελέσματα που θα εμφανίσει. Πάντα πρόκειται για μικροποσά!

o ΚΑΖΙΝΟ, και online CASINO: η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων φαίνεται με το πολύ απλό εξής πείραμα – έστω ότι παίζουμε ρουλέτα, και διαλέγουμε ένα χρώμα που θα ποντάρουμε πάντα π.χ. το κόκκινο (υπάρχουν δύο χρώματα, το κόκκινο και το μαύρο). Αν ποντάρουμε συνεχώς στο ίδιο χρώμα έχουμε κάθε φορά πιθανότητα επιτυχίας 50%. Αν κάθε φορά που χάνουμε διπλασιάζουμε το ποσό που βάλαμε, σύμφωνα με τις πιθανότητες, αργά η γρήγορα θα πέσει το χρώμα μας, και θα πάρουμε πίσω τα χρήματα που βάλαμε με ένα πρόσθετο κέρδος. Δυστυχώς όμως, για όσους το επιχείρησαν, η ρουλέτα (ο Υπολογιστής πίσω από αυτήν), πέρα από κάθε σχέση με τις πιθανότητες, είναι πιθανό να βγάλει 10 ή 20 συνεχείς φορές το αντίθετο χρώμα προκειμένου να μας ξεπαραδιάσει.

o Τύπος ΠΡΟ-ΠΟ, ΣΤΟΙΧΗΜΑ: ο τύπος αυτός θα ήταν θεωρητικά ο πλέον αξιόπιστος, δεδομένου ότι παρεμβάλλεται ο ανθρώπινος παράγοντας (οι αθλητές) και δεν παρεμβάλλεται κανένας Υπολογιστής. Ωστόσο, πολλές είναι οι φορές που κατηγορήθηκαν παράγοντες του αθλητισμού για στημένους αγώνες και ακόμη περισσότερες οι φορές που οι αγώνες στήθηκαν και δεν κατηγορήθηκε κανείς. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για παιχνίδια με «ανακυκλωμένα κέρδη» (όπως ονομάζονται), όπου διανέμονται συνεχώς μικροποσά ως κέρδη, και η τάση των νικητών είναι να τα επανεπενδύουν στο επόμενο δελτίο, χάνοντας μακροπρόθεσμα χρήματα, ενώ παραμένουν συνεχώς εθισμένοι και «ενημερωμένοι» περί των αθλητικών αποτελεσμάτων. Γύρω από τα συγκεκριμένα παιχνίδια κάνουν «χρυσές δουλείες» κανάλια, εφημερίδες, ιστοσελίδες, τηλεοπτικές εκπομπές, δημοσιογράφοι και πρώην αθλητές που «δίνουν τα φώτα» τους για τις «σωστές» προγνώσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι πιο φημισμένοι από αυτούς πληρώνονται προκειμένου να κατευθύνουν το κοινό τους στη λάθος επιλογή.



Συνεπώς, η πιθανότητα του να κερδίσει ένας μέσος άνθρωπος ένα μεγάλο ποσό είναι απίθανη. Ωστόσο, υπάρχει! Και αυτό δίνει στην κρατική (και όχι μόνο) εξουσία δύο σημαντικά κίνητρα να συντηρήσει την συγκεκριμένη ψευδαίσθηση:

o Την αποκόμιση τεράστιων κερδών από τον έλεγχο των τυχερών παιχνιδιών, και

Τη χειραγώγηση της δύναμης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ώστε αυτή να μη κατευθυνθεί προς την αμφισβήτηση της ισχύουσας εξουσίας και την ανατροπή της. Αντ’ αυτού συντηρείται το παραμύθι ότι ο καθένας μπορεί να «κερδίσει το λαχείο» και θα περάσει χωρίς να κοπιάσει στην ανώτερη τάξη… «Κι’ αν σου κάτσει;;;;»…