Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ψυχολογία – Ψυχοθεραπεία: επιστημονική θεραπεία ή συντήρηση του συστήματος;

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η ψυχοθεραπεία, αρχικά με τη μορφή της ψυχανάλυσης και αργότερα με ένα πλήθος θεραπευτικών μεθόδων, επιδιώκει να βοηθήσει τους πελάτες – χρήστες της να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τις ψυχολογικές διαταραχές που βιώνουν και τα συνεπαγόμενα συμπτώματα τους. Ωστόσο αμφισβητείται τόσο η αποτελεσματικότητα των μεθόδων της, όσο και το αν στην πραγματικότητα στοχεύει στην ψυχική υγεία των χρηστών της ή στην προσαρμογή τους σε μία «άρρωστη» κοινωνία που είναι στην ουσία υπεύθυνη για τη «δημιουργία» των συγκεκριμένων προβλημάτων.

Η αποτελεσματικότητα των ποικίλων μορφών ψυχοθεραπείας σύμφωνα με μετά – αναλύσεις δεν ξεπερνά το 16% των περιπτώσεων. Τα υπόλοιπα περιστατικά είτε δεν βελτιώνονται είτε εγκαταλείπουν τη θεραπεία. Γι αυτό το λόγο, άλλωστε, τα διάφορα διεθνή ινστιτούτα ψυχοθεραπειών (π.χ. Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, Διεθνής Εταιρεία Ομαδικής Θεραπείας κ.λπ.) προσβλέπουν στα έσοδα από την εκπαίδευση νέων μελών περισσότερο από αυτά των υποτιθέμενων θεραπειών. Η απογοητευτική αυτή αποτελεσματικότητα (16%) έχει δώσει επιπλέον επιχείρημα στις φαρμακευτικές εταιρίες για να κατασκευάζουν νέα φάρμακα και να συνεχίσουν απρόσκοπτα να απομυζούν τους κρατικούς προϋπολογισμούς υγείας και τα εισοδήματα των δύστυχων ασθενών με ψυχολογικές διαταραχές, που ενίοτε λειτουργούν και ως πειραματόζωα.

Ο βασικός λόγος για την αναποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας είναι απλός: για να θεραπεύσεις ένα παιδί με ψυχικές διαταραχές πρέπει να «θεραπεύσεις» την οικογένεια του. Η θέση αυτή είναι γνωστή και δεδομένη σε όλους τους ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές όλου του κόσμου. Συχνά και μόνο με παρεμβάσεις στην οικογένεια, το παιδί επανέρχεται στη φυσιολογική συμπεριφορά. Στις περισσότερες, ωστόσο, περιπτώσεις, για να θεραπεύσεις τη συνολική συμπεριφορά των μελών μιας οικογένειας, δεδομένου ότι η οικογένεια αυτή είναι μέλος μιας κοινότητας, θα χρειαστεί να παρέμβεις σε κοινοτικό επίπεδο (εξάλειψη στίγματος, αλλαγή στερεοτύπων, νοοτροπιών, μύθων). Ακόμη όμως και μετά από αυτήν την παρέμβαση, θα απαιτηθεί να υπάρξουν παρεμβάσεις σε οικονομικά και πολιτισμικά θέματα σε περιφερειακό επίπεδο (χρηματοδοτήσεις, θρησκευτικοί κανόνες κ.α.), και ακόμη οι παρεμβάσεις μπορεί να χρειαστεί να γίνουν ακόμη και σε εθνικό επίπεδο (σύνταγμα, νομοθεσία) ή το διεθνές περιβάλλον. Για παράδειγμα, σε μία φτωχή Αφρικανική χώρα όπου πολυεθνικές εταιρίες καρπώνονται όλο τον πλούτο της, με συνέπεια να μην διατίθενται πόροι για υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική πολιτική, είναι εξαιρετικά δύσκολο με ψυχοθεραπεία να προσπαθείς να θεραπεύσεις την κατάθλιψη ενός έφηβου κακοποιού. Και παρά τις μεμονωμένες επιτυχίες που μπορεί να έχεις, η πλειοψηφία των περιστατικών με παρόμοιες διαταραχές είναι βέβαιο ότι θα επιδεινωθεί. Επομένως, η ψυχική υγεία, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι θέμα που εξαρτάται στις περισσότερες περιπτώσεις από το ευρύτερο περιβάλλον: πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό.

Λόγω των συγκεκριμένων δεδομένων, που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν για την ορθότητα τους, η ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης της ψυχολογίας, καθώς και των ποικίλων μορφών της ψυχοθεραπείας, οδηγούνται σε λάθος κατευθύνσεις και επιτελούν σκοπούς άλλους από αυτούς που θα έπρεπε κανονικά να υπηρετούν. Πιο συγκεκριμένα:

1. Η ψυχοθεραπεία, στις περισσότερες μορφές της (εκτός ίσως από την αφηγηματική – narrative θεραπεία), στοχεύει σε προσωπικές ή το πολύ οικογενειακές αλλαγές των πελατών – χρηστών της, χωρίς ποτέ να αμφισβητεί το πολιτικό, οικονομικό ή πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο ζουν. Για κάθε πρόβλημα που της παρουσιάζεται (π.χ. κατάθλιψη) αναζητά τις αιτίες και επιζητεί να επιφέρει αλλαγές μόνο στην προσωπική ζωή και ιστορία των πελατών της. Στις περισσότερες όμως των περιπτώσεων, τα ψυχολογικά προβλήματα των χρηστών της ψυχοθεραπείας οφείλονται στο γενικότερο πλαίσιο στο οποίο ζουν. Έτσι, για παράδειγμα, μία ορθόδοξη χριστιανή μπορεί να βιώσει καταθλιπτικά συμπτώματα σε περίπτωση που ερωτευτεί μουσουλμάνο, αν η οικογένεια της δεν της επιτρέπει να τον παντρευτεί. Ή ένας «αδύναμος χαρακτήρας» μπορεί να απελπιστεί, όταν στην σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία δεν έχει τα χρήματα να αγοράσει ότι διαφημίζεται. Ή ένας 50χρονος πατέρας μικρών παιδιών μπορεί να βιώσει έντονη κατάθλιψη αν χάσει τη δουλειά του και μείνει για καιρό άνεργος. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις η ψυχοθεραπεία μπορεί να προσφέρει ελάχιστα, και με δεδομένο το μεγάλο της κόστος (από 50 – 150 ευρώ η 50λεπτη συνάντηση) γίνεται απρόσιτη υπηρεσία για τους περισσότερους. Σε κάθε, δε, περίπτωση, δεν υπάρχει ψυχοθεραπευτική μέθοδος που να αμφισβητήσει τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα (κυριαρχία της διαφήμισης, δημιουργία πλαστών αναγκών, περιορισμός των πόρων για κοινωνική πολιτική κ.α.), την πολιτική ή τη δικαστική εξουσία (παρά τα συνεχή τεκμήρια διαφθοράς, χρηματισμού κ.λπ.), την πολιτισμική εξουσία (κατευθυνόμενη από τις επιχειρήσεις επιστημονική έρευνα, απαρχαιωμένοι θρησκευτικοί κανόνες κ.α.). Αντίθετα, η εφαρμογή της ψυχοθεραπείας σε συνταγές ευτυχίας και επιτυχίας τύπου «γίνε ο καλύτερος πωλητής», «κατέκτησε τον άνδρα των ονείρων σου σε 30 ημέρες», καθώς και η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού προκειμένου αυτό να συνεχίσει να εργάζεται αδιαμαρτύρητα στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό.

2. Η ανάπτυξη της σύγχρονης ψυχολογίας είναι προβληματική, για τον πολύ απλό λόγο ότι και πάλι δεν αμφισβητεί το γενικότερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Τόσο οι διπλωματικές εργασίες, όσο και οι έρευνες μεταπτυχιακών σπουδαστών, υποψήφιων διδακτόρων ή εκλεγμένων καθηγητών εκπονούνται, όχι με κριτήριο την πρωτοτυπία ή την καινοτόμα σκέψη τους (ως θα όφειλαν), αλλά με στόχο να δημοσιευτούν σε κάποιο από τα, υψηλά σε κατάταξη, επιστημονικά περιοδικά. Αυτή η δημοσίευση θα τους χρησιμεύσει για την επαγγελματική τους βιωσιμότητα και ανέλιξη. Ωστόσο, τα επίσημα περιοδικά, έχουν συχνά κατηγορηθεί ότι δημοσιεύουν πολύ επιλεκτικά μόνο έρευνες «γνωστών» επιστημόνων, που συνήθως χρηματοδοτούνται από μεγάλες πολυεθνικές ή φαρμακευτικές εταιρίες. Επίσης, έχουν κατηγορηθεί ότι αποκλείουν τη δημοσίευση οποιασδήποτε έρευνας θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα του κατεστημένου επιστημονικού και εμπορικού κόσμου. Για παράδειγμα, αν ανακαλυπτόταν μία πάμφθηνη θεραπεία του καρκίνου που δεν θα μπορούσε να πατενταριστεί, αμφισβητείται το αν τα μεγάλα περιοδικά θα τη δημοσίευαν. Έτσι, αντί της πρωτότυπης ή ακόμη και της αντισυμβατικής έρευνας, οι συντάκτες των περιοδικών μένουν σε λεπτομέρειες όπως το αν οι δημοσιεύσεις ξεπερνούν τις 5000 λέξεις, αν η βιβλιογραφία γράφεται με τον αυστηρά ενδεδειγμένο τρόπο κ.α. Και, για παράδειγμα, στο χώρο της ψυχολογίας δημοσιεύονται μόνο «ανώδυνες» έρευνες σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης των παιδιών, το αν η ευτυχία είναι μεταδοτική, ή το πώς λειτουργούν τα κοινωνικά δίκτυα. Οτιδήποτε αφορά σε μη ενδεδειγμένους τομείς έρευνας εκπονείται συνήθως εκτός Πανεπιστημίων.

3. Κεντρικός στόχος για τις περισσότερες μορφές ψυχοθεραπείας είναι η επίτευξη της αυτο – εκτίμησης των πελατών – χρηστών της. Για την καλλιέργεια και την επίτευξη αυτού του στόχου χρησιμοποιεί τεχνικές υποβολής και αυθυποβολής που επιχειρούν να εδραιώσουν την αντίληψη στο άτομο ότι είναι μοναδικό, υπέροχο, καταπληκτικό, ότι έχει απεριόριστες δυνατότητες και ικανότητες, και ότι μπορεί να μεταχειριστεί οποιοδήποτε μέσο ή άνθρωπο, ή κοινωνικό δίκτυο για να αυτό – πραγματωθεί. Σύμφωνα με το P. C. Vitz, συγγραφέα του βιβλίου «Η Ψυχολογία ως Θρησκεία», «…ποτέ άλλοτε τόσοι άνθρωποι δεν ήταν σε εγρήγορση για το άτομο τους, τόσο πεπεισμένοι πως ο εαυτός είναι κάτι που πρέπει να εκφραστεί… ο εαυτός έχει καταντήσει αντικείμενο του εαυτού του». Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η επίτευξη ενός βαθμού αυτο – εκτίμησης είναι απαραίτητη και χρήσιμη. Από το σημείο εκείνο, ωστόσο, και έπειτα, θα πρέπει να δοθεί ίδιας σπουδαιότητας βάρος στην ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, στη συμπόνια για τον διπλανό, στη βοήθεια στον συνάνθρωπο κ.λπ., θέματα που ακόμη πραγματεύεται και προβάλλει, αντί της ψυχοθεραπείας, η θρησκεία. Έτσι η ψυχολογία παραμένει να ενδιαφέρεται μόνο για την ανάπτυξη της «εγωιστικής» πλευράς του Ανθρώπου.

4. Τέλος, ένα σημαντικό δεδομένο που θέτει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας, είναι το γεγονός ότι ασκείται από επαγγελματίες που αναζητούν πελάτες. Ως συνέπεια αυτού, οι ψυχοθεραπευτές έχουν συμφέρον να «χαϊδεύουν» τα αυτιά των πελατών τους, να τους κρατούν όσο μπορούν περισσότερο σε «θεραπευτικές» συνεδρίες είτε χρειάζεται είτε όχι, να κακολογούν συναδέλφους τους, να «φουσκώνουν» τα συμπτώματα των πελατών τους, και να τους απαλλάσσουν από ενοχές για τα δικά τους λάθη φορτώνοντας τα σε γονείς, δασκάλους ή την κοινωνία. Καλώς ή κακώς, η καριέρα ενός ψυχοθεραπευτή εξαρτάται από τη μεγάλη και συχνή πελατεία του, και αυτό αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την υιοθέτηση μιας ανήθικης ή μη δεοντολογικής του επαγγελματικής συμπεριφοράς.



Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι μόνο ο πελάτης – χρήστης που έχει αποφασίσει ότι θέλει να αλλάξει (νοητικά, συναισθηματικά, συμπεριφορικά) μπορεί και να αλλάξει μέσω της ψυχοθεραπείας. Μήπως λοιπόν το 16% των επιτυχημένων ψυχοθεραπειών αντιστοιχούν στο ποσοστό αυτών των ανθρώπων, που ακόμη και χωρίς την επαγγελματική βοήθεια των ψυχοθεραπευτών θα άλλαζαν; Και μήπως, τόσο η ψυχοθεραπεία, όσο και η ψυχολογία, χρειάζονται ανθρώπους με γνώση και ήθος για να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αλλιώς απλώς εξυπηρετούν το σύστημα της αγοράς και των ανταγωνιστικών κοινωνικοοικονομικών σχέσεων;

Και τέλος, γιατί για όλα αυτά τα φαινόμενα δεν μιλάει κανείς από τους ακαδημαϊκούς και την ελίτ της διανόησης στη χώρα μας και διεθνώς; Που είναι η φιλοσοφική κριτική της κοινωνίας μας; Γιατί το μόνο πνευματικό προϊόν που έρχεται σε επαφή με την κοινωνία έχει να κάνει με την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών;

ΤΖΟΓΟΣ, ΤΥΧΕΡΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ

Συχνά σκεφτόμαστε ή ακούμε τη φράση «…αν κερδίσω το λαχείο, θα...», και ακολουθεί μία ροή ευχάριστων φαντασιώσεων και επιθυμιών που στερεώνει την αντίληψη μας (ή αυτών που το λένε) ότι θα έρθει η άσπρη μέρα… Φυσικά το «λαχείο» δεν πέφτει ποτέ, ενώ οι διοργανωτές των τυχερών παιχνιδιών (λαχεία, ΠΡΟ-ΠΟ κ.λπ.) τρίβουν τα χέρια τους από τα συνεχόμενα κέρδη που τους προσφέρουν οι εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί και εξαρτημένοι του τζόγου! Το κράτος, έχοντας γνώση των τεράστιων κερδών που αποφέρουν τα «τυχερά παιχνίδια», είτε τα διοργανώνει το ίδιο (εθνικό λαχείο, ΟΠΑΠ), είτε φορολογεί με μεγάλους συντελεστές τα παιχνίδια που διοργανώνουν ιδιωτικές εταιρίες (καζίνο, φρουτάκια). Σε περίπτωση δε που συλλάβει παράνομους (= αφορολόγητους) διοργανωτές τους τιμωρεί με βαριές ποινές, προκειμένου να ελέγχει στο 100% αυτούς τους πολύτιμους και ανεξάντλητους πόρους. Τα τεράστια ποσά που κερδίζει το κράτος, διανέμοντας μόνο το 20% των εσόδων στους «νικητές», τα μοιράζει σε υπαλλήλους των σχετικών Οργανισμών (καθαρίστρια στον ΟΠΑΠ έχει ετήσιο μισθό άνω των 100.000 ευρώ), σε περαιτέρω διαφήμιση, και, όπως έχει υποτεθεί, χρηματοδότηση γνωστών (μέσω διοργάνωσης πανάκριβων συνεδρίων, πολιτιστικών εκδηλώσεων κ.λπ.), «ημετέρων» και πολιτικών κομμάτων.

Πόσο όμως πραγματική είναι η πιθανότητα για κάποιον «κοινό θνητό» να κερδίσει;

Όσον αφορά σε μικρά ποσά μικρή, σε δε μεγάλα ποσά μηδενική.

Ναι, αλλά κάποιοι κερδίζουν εκατομμύρια… Φυσικά, το κάθε παιχνίδι αφήνει λίγους να κερδίσουν για λόγους διαφήμισης και διατήρησης των πιστών πελατών του στο συγκεκριμένο παιχνίδι (μιας και υπάρχουν πάντα και ανταγωνιστικά). Όμως αυτό γίνεται λίγες φορές (τις υπόλοιπες βγαίνει συνεχώς Τζακ ποτ = κανείς δεν κερδίζει). Τις λίγες αυτές φορές, έχει υπολογιστεί ότι, αν έχουμε παίξει μια μόνο στήλη π.χ. στο Τζόκερ, η πιθανότητα να κερδίσουμε είναι 1/24435180 ή αν το προτιμάτε σε ποσοστό επί τοις εκατό, όπως συνηθίζεται άλλωστε, αυτό είναι 0,0000041 %, ενώ αν παίξει κάποιος 250.000 διαφορετικές στήλες η πιθανότητα να κερδίσει είναι λίγο πάνω από 1%. Είναι αυταπόδεικτο λοιπόν ότι η πιθανότητα κέρδους ενός μεγάλου ποσού είναι μηδαμινή.

Το κάθε παιχνίδι έχει τις ιδιαιτερότητες του, αλλά ο κανόνας είναι ένας: χειραγώγηση του αποτελέσματος ώστε στο τέλος να κερδίζει πάντα ο διοργανωτής. Μερικοί από τους τρόπους χειραγώγησης είναι:

o Τύπος ΞΥΣΤΟ: Αφαίρεση από κάθε έκδοση των αποκομμάτων που κερδίζουν τα μεγάλα ποσά, πριν τη διάθεση τους στην αγορά. Για το λόγο αυτό δεν διαβάσαμε ή ακούσαμε ποτέ για υπερτυχερό του συγκεκριμένου παιχνιδιού.

o Τύπος Λαχείου, Τζόκερ, Λόττο: Σίγουρη χειραγώγηση των αποτελεσμάτων που αποδεικνύεται από την κάθε χρόνο επανάληψη Τζακ Ποτ στις περιόδους της Πρωτοχρονιάς, ή τις αρχές κάθε μήνα (που οι παίκτες έχουν μόλις πάρει το μισθό τους και παίζουν μεγαλύτερα ποσά). Είναι αφελές να μην μπορεί κάποιος να υποψιαστεί ότι θα ήταν απίθανο κάθε χρόνο την Πρωτοχρονιά να συμβαίνει Τζακ ποτ. Και αν ακόμη συνέβαινε να αποτραπεί το Τζακ ποτ της Πρωτοχρονιάς μία στην 100ετία, θα συνέβαινε για να μας διασκεδάσουν τις υπόνοιες του στησίματος του αποτελέσματος.

o Τύπος ΚΙΝΟ: από τη στιγμή που ο Υπολογιστής γνωρίζει ακριβώς ποια νούμερα έχουν παιχτεί και με ποια ποσά, αποφασίζει σε χιλιοστά του δευτερολέπτου τι κέρδη διανέμει με τα αποτελέσματα που θα εμφανίσει. Πάντα πρόκειται για μικροποσά!

o ΚΑΖΙΝΟ, και online CASINO: η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων φαίνεται με το πολύ απλό εξής πείραμα – έστω ότι παίζουμε ρουλέτα, και διαλέγουμε ένα χρώμα που θα ποντάρουμε πάντα π.χ. το κόκκινο (υπάρχουν δύο χρώματα, το κόκκινο και το μαύρο). Αν ποντάρουμε συνεχώς στο ίδιο χρώμα έχουμε κάθε φορά πιθανότητα επιτυχίας 50%. Αν κάθε φορά που χάνουμε διπλασιάζουμε το ποσό που βάλαμε, σύμφωνα με τις πιθανότητες, αργά η γρήγορα θα πέσει το χρώμα μας, και θα πάρουμε πίσω τα χρήματα που βάλαμε με ένα πρόσθετο κέρδος. Δυστυχώς όμως, για όσους το επιχείρησαν, η ρουλέτα (ο Υπολογιστής πίσω από αυτήν), πέρα από κάθε σχέση με τις πιθανότητες, είναι πιθανό να βγάλει 10 ή 20 συνεχείς φορές το αντίθετο χρώμα προκειμένου να μας ξεπαραδιάσει.

o Τύπος ΠΡΟ-ΠΟ, ΣΤΟΙΧΗΜΑ: ο τύπος αυτός θα ήταν θεωρητικά ο πλέον αξιόπιστος, δεδομένου ότι παρεμβάλλεται ο ανθρώπινος παράγοντας (οι αθλητές) και δεν παρεμβάλλεται κανένας Υπολογιστής. Ωστόσο, πολλές είναι οι φορές που κατηγορήθηκαν παράγοντες του αθλητισμού για στημένους αγώνες και ακόμη περισσότερες οι φορές που οι αγώνες στήθηκαν και δεν κατηγορήθηκε κανείς. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για παιχνίδια με «ανακυκλωμένα κέρδη» (όπως ονομάζονται), όπου διανέμονται συνεχώς μικροποσά ως κέρδη, και η τάση των νικητών είναι να τα επανεπενδύουν στο επόμενο δελτίο, χάνοντας μακροπρόθεσμα χρήματα, ενώ παραμένουν συνεχώς εθισμένοι και «ενημερωμένοι» περί των αθλητικών αποτελεσμάτων. Γύρω από τα συγκεκριμένα παιχνίδια κάνουν «χρυσές δουλείες» κανάλια, εφημερίδες, ιστοσελίδες, τηλεοπτικές εκπομπές, δημοσιογράφοι και πρώην αθλητές που «δίνουν τα φώτα» τους για τις «σωστές» προγνώσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι πιο φημισμένοι από αυτούς πληρώνονται προκειμένου να κατευθύνουν το κοινό τους στη λάθος επιλογή.



Συνεπώς, η πιθανότητα του να κερδίσει ένας μέσος άνθρωπος ένα μεγάλο ποσό είναι απίθανη. Ωστόσο, υπάρχει! Και αυτό δίνει στην κρατική (και όχι μόνο) εξουσία δύο σημαντικά κίνητρα να συντηρήσει την συγκεκριμένη ψευδαίσθηση:

o Την αποκόμιση τεράστιων κερδών από τον έλεγχο των τυχερών παιχνιδιών, και

Τη χειραγώγηση της δύναμης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ώστε αυτή να μη κατευθυνθεί προς την αμφισβήτηση της ισχύουσας εξουσίας και την ανατροπή της. Αντ’ αυτού συντηρείται το παραμύθι ότι ο καθένας μπορεί να «κερδίσει το λαχείο» και θα περάσει χωρίς να κοπιάσει στην ανώτερη τάξη… «Κι’ αν σου κάτσει;;;;»…

Η «σκοτεινή» πλευρά του Ποδοσφαίρου

Μία από τις πιο γλυκές παιδικές αναμνήσεις στη ζωή των περισσότερων αντρών είναι αυτές γύρω από το ποδόσφαιρο: το παίξιμο «μπάλας» στις γειτονιές με τους συνομηλίκους, τα όνειρα του κάθε παιδιού για την ανάδειξη του σε ποδοσφαιρικό «ταλέντο», η αγάπη για τα χρώματα της αγαπημένης ομάδας, οι αναμνήσεις στο γήπεδο μαζί με το μπαμπά, τα καινούργια δερμάτινα αθλητικά παπούτσια με τις τάπες σαν δώρο του νουνού κ.λπ.

Οι συναισθηματικές αναμνήσεις είναι συνήθως τόσο έντονες που κρατάνε τον ενήλικο άντρα «δέσμιο» για όλη του τη ζωή. Η ομάδα του είναι μέρος της ταυτότητας του, την υπερασπίζεται ακόμη και με κίνδυνο να υποστεί σωματικές βλάβες και δεν την προδίδει ποτέ… Πονάει όταν χάνει, χαίρεται όταν κερδίζει, αγωνιά για τις μεταγραφές και τη στηρίζει οικονομικά και από το υστέρημα του. Η ώρα που η ομάδα του αγωνίζεται είναι «ιερή», και κάθε άλλη δραστηριότητα, εκτός της παρακολούθησης του αγώνα της, καθίσταται δευτερεύουσα. Τις ώρες αυτές πολλές γυναικοπαρέες βγαίνουν στις καφετέριες της πόλης, εκμεταλλευόμενες το «ελεύθερο» που τις δίνουν οι άντρες τους που παραμένουν καθηλωμένοι, με πίτσες και μπύρες στην τηλεόραση.

Αυτή η «γλυκιά» αντρική συνήθεια (ίσως άνω του 90% των φιλάθλων ποδοσφαίρου να είναι άντρες), ωστόσο, έχει τρεις πολύ αρνητικές πλευρές, που καθιστούν τον «άρχοντα των σπορ» ως θεσμό αντικοινωνικό, επικίνδυνο και ύποπτο προς εξυπηρέτηση οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.



Α) Το ποδόσφαιρο δημιουργεί ή/και υποθάλπει τη βία



Παρά τη γενική άποψη ότι το ποδόσφαιρό είναι ένα «αγνό» άθλημα, και μερικοί μόνο θερμοκέφαλοι δημιουργούν τα βίαια επεισόδια, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: οι περισσότεροι σπουδαίοι αγώνες συνοδεύονται από βίαια επεισόδια μεταξύ φιλάθλων αντίθετων ομάδων (κάποιες φορές και ανθρωποκτονιών), και βανδαλισμών σε περιουσίες κατοίκων που διαμένουν κοντά στο γήπεδο. Πολλές φορές οι επιθέσεις γίνονται κατά ποδοσφαιριστών, διαιτητών, αθλητικών παραγόντων και προπονητών, ενώ οι φωτιές στα πλαστικά καθίσματα των κερκίδων είναι μόνιμο θέαμα.

Δεν έχει διευκρινιστεί από τους ψυχολόγους το γιατί το ποδόσφαιρο προκαλεί τέτοιας έκτασης βία. Έχει ειπωθεί ότι το ποδόσφαιρο είναι το μόνο άθλημα που παίζεται με τα πόδια, και αυτό το συνδέει άμεσα με τα γεννητικά όργανα και τη σεξουαλική πράξη. Οι υπερτροφικοί γλουτοί των ποδοσφαιριστών, το γεγονός ότι, φροϋδικά, τα τέρματα συμβολίζουν την σεξουαλική διείσδυση, καθώς και η συλλογική απόδοση υπονομευτικών χαρακτηρισμών για τη σεξουαλικότητα, την εθνικότητα των αντίπαλων οπαδών ή των μητέρων τους ενισχύουν αυτήν την άποψη. Επίσης έχει ειπωθεί ότι στο γήπεδο του ποδοσφαίρου λαμβάνουν χώρα φαινόμενα ψυχολογίας των μαζών όπως η έλλειψη συναισθηματικής κατανόησης για τον άλλο (μίσος για την αντίπαλη ομάδα και οπαδούς), προβολή ιδίων απωθημένων αρνητικών χαρακτηριστικών στους αντίπαλους (κάθε είδους βρισιά), διάχυτη καχυποψία πως πάντα υπάρχουν συμφωνίες χρηματισμού του διαιτητή εναντίον της ομάδας τους κ.α.

Το σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι ο άνθρωπος, όπως και όλα τα ζώα, είναι οπλισμένος με επιθετικά ένστικτα με στόχο την επιβίωση και την αυτοπροστασία. Ο χαρακτήρας που αυτά θα πάρουν εξαρτάται άμεσα το περιβάλλον. Η αποδοχή ή και η επιβράβευση μιας επιθετικής τάσης από το περιβάλλον, η επίτευξη στόχων μέσω αυτής και η ταύτιση με ένα πλαίσιο όπου η επιθετικότητα, ως αντίδραση στις ματαιώσεις και τις συγκρούσεις, κυριαρχεί, μπορεί να συμβάλλει στη διατήρηση του φαινομένου εσαεί. Έτσι, όταν στο ποδόσφαιρο, μετά συνήθως από ήττα της ομάδας, η βία ενισχύεται και επιβραβεύεται, η συχνότητα των βίαιων επεισοδίων τείνει αν όχι να αυξάνεται, σίγουρα να διατηρείται.

Τα παραδείγματα πολλά και θλιβερά: Στο τέλος του 2010 ξέσπασαν ταραχές σε μια ποδοσφαιρική συνάντηση στην Ιταλία. Τις υποκίνησε μια ομάδα ακροδεξιών Σέρβων που ταξίδευσε στη Γένοβα για να παρακολουθήσει την εθνική ομάδα της Σερβίας να αγωνίζεται εναντίον αυτής της Ιταλίας. Το παιχνίδι διακόπηκε λόγω επεισοδίων μετά από μόλις 7 λεπτά αγώνα. Οι Σέρβοι εκτόξευσαν φωτοβολίδες και έσπασαν το φράχτη που τους διαχώριζε από τους Ιταλούς φιλάθλους. Νωρίτερα την ίδια μέρα, οι ίδιοι χούλιγκανς είχαν συγκρουστεί με την αστυνομία στους δρόμους της πόλης, είχαν επιτεθεί στο λεωφορείο της ομάδας της χώρας τους, και παρόλα αυτά τους επιτράπηκε αργότερα η είσοδος στο στάδιο, μαζί με τα μαχαίρια, τα ρόπαλα και τις φωτοβολίδες τους. Μερικές μέρες πριν, εκατοντάδες τραμπούκοι, πολλοί από αυτούς χούλιγκανς των γηπέδων, είχαν επιτεθεί σε ομοφυλόφιλους στη διάρκεια παρέλασης gay pride στο Βελιγράδι. Αυτοκίνητα κάηκαν και αστυνομικοί τραυματίστηκαν.

Στην Αγγλία ο υψηλού κινδύνου ημιτελικός του κυπέλου UEFA (2000) ανάμεσα στη Λιντς Γιουνάιτεντ και την τουρκική Γαλατασαράι πυροδότησε τις αναμενόμενες βιαιότητες ως αντίποινα για τα σοβαρά επεισόδια του πρώτου αγώνα στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη διάρκεια των οποίων είχαν σκοτωθεί δύο βρετανοί φίλαθλοι.

Μετά το λουτρό αίματος στο στάδιο Χέιζελ το 1985, οι συμπλοκές μεταξύ ομάδων φανατικών, στις οποίες συχνά διεισδύουν ακροδεξιοί, ξυλοδαρμοί γεμάτοι μίσος, ταραχές και βανδαλισμοί, δολοφονίες και λιντσαρίσματα σε ζωντανή μετάδοση αποτελούν πλέον, σε όλες τις χώρες και στα πρωταθλήματα όλων των κατηγοριών, το συνηθισμένο νέο σχετικά με το ποδόσφαιρο.



Β) Το ποδόσφαιρο είναι μία επιχείρηση με αμύθητα κέρδη



Σύμφωνα με την εφημερίδα Αυγή «…όλοι θα κερδίσουν από τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, υποσχέθηκε η FIFA στους Νοτιοαφρικάνους το 2010. Αλλά τις μεγάλες δουλειές της κάνανε δυτικοί όμιλοι, ασιατικές εταιρείες και η ίδια η παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου.

Ο πιο μισητός εταίρος της FIFA σ' αυτό το Μουντιάλ, η εταιρεία Match Hospitality, που διοργανώνει ταξίδια στα γήπεδα της Νότιας Αφρικής για πλούσιους φιλάθλους και εταιρείες, πυροδότησε μια έκρηξη τιμών στη Νότια Αφρική, η οποία τρόμαξε τους λιγότερο πλούσιους φιλάθλους από όλο τον κόσμο.

Η FIFA λειτουργεί παντού ως δικτατορία και επιβάλλει τη θέλησή της. Το ίδιο έκανε στη Γερμανία το 2006, και τελικά αποχώρησε με κέρδη 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, από τη Νότια Αφρική θα φύγει με τρία δισεκατομμύρια στην τσέπη 1».

Σύμφωνα με τη Σημερινή, για το μουντιάλ του 2006 «…επιχειρήσεις και χορηγοί ανέμεναν να ενισχύσουν τα έσοδα και τα κέρδη τους, σε μια κρίσιμη για την παγκόσμια οικονομία περίοδο. Εταιρείες αθλητικών ειδών, αναψυκτικών και ποτών, μαζικής διατροφής, τουρισμού και αεροπορικές εταιρείες, κατασκευαστές τηλεοράσεων, εταιρείες στοιχημάτων και τηλεοπτικά κανάλια παρουσιάστηκαν ως οι μεγάλοι κερδισμένοι της μεγάλης αθλητικής φιέστας του ποδοσφαίρου. Για παράδειγμα, η γνωστή εταιρεία αθλητικών ειδών Adidas ήταν η προμηθεύτρια του εξοπλισμού των δώδεκα ποδοσφαιρικών ομάδων που συμμετείχαν. Η εταιρεία διαφοροποίησε τις προβλέψεις της για φέτος προς τα πάνω και τα φετινά κέρδη της παρουσίασαν μιαν αύξηση κατά 47%. Η εταιρεία βασίστηκε στη ζήτηση που παρουσίασαν τα προϊόντα της πριν από το Μουντιάλ. Τις προβλέψεις της διαφοροποίησε προς τα πάνω και η εταιρεία DSG, που θεωρείται η δεύτερη μεγαλύτερη αλυσίδα πώλησης ηλεκτρικών συσκευών στην Ευρώπη. Ο τζίρος μόνο της νόμιμης βιομηχανίας στοιχημάτων ανήρθε στα 2 δισ. δολάρια. Η τηλεθέαση και η διαφημιστική δαπάνη στο χώρο των Μ.Μ.Ε. ήταν αυξημένη. Το Μουντιάλ της Γερμανίας το 2006 το παρακολούθησαν 37,5 δισ. τηλεθεατές διεθνώς.

Άλλος μεγάλος κερδισμένος ήταν η Διεθνής Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου. Η FIFA κατέγραψε έσοδα ύψους 2 δισ. ευρώ.

Ιδιαίτερα κερδισμένες ήταν και οι εταιρείες ΜΜΕ που, ωστόσο, αποδέχθηκαν μιαν αύξηση κατά 50% της τιμής των δικαιωμάτων μετάδοσης, σε σύγκριση με το προηγούμενο Παγκόσμιο Κύπελλο. Το γαλλικό δίκτυο TF1 αναμενόταν ότι θα κερδίσει από 20 - 30 εκατ. ευρώ από τις διαφημίσεις, αλλά θα έχανε εάν η εθνική ομάδα της Γαλλίας δεν πήγαινε καλά. Ανάλογα θα κινιόταν και το βρετανικό δίκτυο ITV, που εκτιμόύσε ότι τα έσοδά του από τις διαφημίσεις θα έφταναν τα 30 εκατ. δολ. Οι εταιρείες που είναι βασικοί χορηγοί της διοργάνωσης πλήρωσαν με το παραπάνω χρήματα στη FIFA και, σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα ποσά των χορηγιών έφθασαν το 1 δισ. ευρώ. Οι κλασικοί χορηγοί της FIFA είναι η Adidas, η Coca-Cola, οι Emirates, η Hyundai/Kia, η Sony και η Visa, που κατέβαλαν στα ταμεία της FIFA 100 εκατ. δολάρια η καθεμιά

Τα μεγαλύτερα οφέλη αναμενόταν να έχουν οι χορηγοί της διοργάνωσης (Budweiser, McDonalds, Continental, Castrol, MTN, Mahinda Satyam, Seara, Yingli Solar BP South Africa, FNB, Neo Africa, Prasa) και των συνεργατών της FIFA (Adidas, Emirates, Huyndai Motor, Sony, Visa, Coca Cola). Σύμφωνα με τη UBS η Nike (τζίρος περίπου 1,7 δισ. δολ.) ήταν χορηγός στο 32% των ομάδων που θα συμμετάσχουν στη διοργάνωση, και η Coca – Cola, ένας από τους βασικούς συνεργάτες της FIFA, στο προηγούμενο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Γερμανία κατέγραψε αύξηση πωλήσεων κατά 15%, έναντι μηδενικής ανάπτυξης στο αμέσως προηγούμενο τρίμηνο της διοργάνωσης.

Τέλος, τα πρακτορεία στοιχημάτων και ο ηλεκτρονικός τζόγος είχαν τις δόξες τους, αφού δισεκατομμύρια ευρώ στοιχηματίσθηκαν στη «χρυσή» μπάλα. Κατά το Μουντιάλ στη Γερμανία το 2006 «παίχτηκαν» στη Βρετανία ποσά πέραν του ενός δισ. Ευρώ 2»

Η σχέση φιλάθλου – οπαδού με την ομάδα του είναι μία σχέση συνεχούς χρηματοδότησης. Το εισιτήριο των αγώνων, τα ταξίδια σε άλλα μέρη για την παρακολούθηση αγώνων εκτός έδρας, η ενίσχυση υπό τη μορφή εράνου σε έκτακτες συγκυρίες, τα τέλη συνδρομητικού καναλιού, η αγορά αθλητικών εφημερίδων κ.ο.κ. συντηρούν την τεράστια ποδοσφαιρική βιομηχανία (προέδρους, μετόχους, χορηγούς, ποδοσφαιριστές). Έμμεση χρηματοδότηση αποτελεί η έκθεση στις διαφημίσεις (στην τηλεόραση, στο γήπεδο), και το παίξιμο στοιχημάτων ή ΠΡΟ-ΠΟ, κάτι που συναντάται σε μεγάλο ποσοστό των φιλάθλων.

Σε όλο αυτό το τεράστιο κύκλο χρήματος, συχνές είναι οι καταγγελίες για «ξέπλυμα μαύρου χρήματος» από προέδρους ΠΑΕ, χρηματισμό διαιτητών, πούλημα αγώνων του Στοιχήματος, παράνομες χρηματοδοτήσεις Συλλόγων κ.α.



Γ) Η χρησιμοποίηση του ποδοσφαίρου στην πολιτική



Για τη σχέση του ποδοσφαίρου με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο έχουν γραφεί πολλά. «…στον καπιταλισμό, ακόμη και ο ελεύθερος χρόνος είναι συνέχεια της δουλειάς. H πολύωρη και επαναληπτική εργασία, οι χαμένες ώρες στη διαδρομή, το άγχος, προκαλούν εξάντληση στο σώμα και στο πνεύμα σε τέτοιο βαθμό που νοιώθουμε άδειοι όταν γυρνάμε σπίτι. Tα σπορ αναπαράγουν την πιο απάνθρωπη λογική του καπιταλισμού, σύμφωνα με την οποία, όλες οι ανθρώπινες ικανότητες είναι μετρήσιμες και μπορούν να μετατραπούν σε αριθμούς και ρεκόρ. H λογική των σπορ προσπαθεί να κρίνει την κίνηση και τις δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος, μέσα από συγκεκριμένους κανόνες και συγκεκριμένα μέτρα.

Oτι το ποδόσφαιρο είναι «λαϊκό άθλημα» είναι ένας μεγάλος μύθος. Oι ρίζες του βρίσκονται στα χριστιανικά σχολεία της Aγγλίας των μέσων του 19ου αιώνα. Tο ποδόσφαιρο εφευρέθηκε και εντάχθηκε στο σχολικό πρόγραμμα για να συμπληρώσει τη λογική των σχολείων που προσπαθούσαν να αναδείξουν τους «ισχυρούς άνδρες» της χώρας που θα επιβιώσουν ως ισχυρότεροι των διπλανών τους. Aργότερα τοπικές εκκλησίες έφτιαχναν ποδοφαιρικούς συλλόγους για να αποκτήσουν ρίζες μέσα σε καινούργιες εργατογειτονιές στην Aγγλία. H Mπέρμιγχαμ Σίτι, η Aστον Bίλα, η Eβερτον, η Mπόλτον είναι τέτοια δημιουργήματα της αγγλικανικής εκκλησίας.

Σήμερα γύρω από το ποδόσφαιρο έχει στηθεί το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας αθλητικής βιομηχανίας. Tο Mουντιάλ του 1994 έγινε στις HΠA, όχι γιατί οι Aμερικανοί αγαπούν το συγκεκριμένο άθλημα, αλλά γιατί η ποδοσφαιρική βιομηχανία έψαχνε τρόπους να εισχωρήσει στην αμερικανική αγορά 3».

«Το γήπεδο καταφέρνει και ενώνει διαφορετικούς τελείως κόσμους ενώ την ίδια στιγμή τους έχει διχάσει τον καθένα ξεχωριστά. Αριστεροί αγκαλιά με τους δεξιούς ξεχνάνε προσωρινά τις έχθρες τους μπροστά στον εχθρό με το άλλο χρώμα. Είναι προφανές ότι το γήπεδο με την μεγάλη και πυκνή ανθρώπινη μάζα που παρευρίσκεται στην κερκίδα του αποτελεί τον ιδανικό χώρο για την διάδοση ιδεών, πολιτικών και μη 4». Η παιδική συμπάθεια για μια ομάδα, μπορεί άνετα να συνδυαστεί με την διάδοση πολιτικών ιδεών. Έτσι «…ο Mussolini εκμεταλλεύτηκε το παγκόσμιο κύπελλο του 1934 για να διαφημίσει το καθεστώς του, ενώ κάτι ανάλογο έκανε αργότερα και ο Franco, μέσω της Real Madrid. Πιο πρόσφατα, το αγκάθι του νέο-ναζισμού ταλαιπωρεί τόσο το ποδόσφαιρο όσο και τους οργανωτές, αλλά και τους απλούς καθώς πρέπει φίλους του 5». Γνωστή είναι και η μεγάλη σημασία που έδωσε η Χούντα του 67 στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, προκειμένου να στρέψει εκεί το ενδιαφέρον των πολιτών αντί για την πολιτική.

Τέλος, σημαντική είναι και η απορρόφηση των φιλάθλων – οπαδών από τις τηλεοπτικές υπερπαραγωγές κάλυψης ποδοσφαιρικών αγώνων, σε καθημερινή πλέον βάση. Η παρακολούθηση από την τηλεόραση, που λειτουργεί σαν ναρκωτικό, είναι σίγουρο ότι αποτρέπει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από σκέψεις αμφισβήτησης της ισχύουσας οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Σύμφωνα με το ΒΗΜΑ «…η τηλεοπτική αναμετάδοση του ποδοσφαίρου έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό, το οποίο την κάνει να μοιάζει με τα ναρκωτικά: μια αλχημεία ταυτόχρονα αδιόρατη και ισχυρή την καθιστά σχεδόν ακαταμάχητη και πολλοί δεν μπορούν να πουν όχι σε αυτό το θέαμα που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα. Σήμερα πάνω από τριάντα τρεις κάμερες αναμεταδίδουν κάθε συνάντηση. Η έλευση της ψηφιακής τεχνολογίας επέτρεψε να φθάσουμε σε μια απίστευτη τεχνολογική εξέλιξη στη σκηνοθεσία. Οι αναμεταδόσεις φάσεων σε αργή κίνηση και τα κοντινά πλάνα έχουν πολλαπλασιαστεί, εις βάρος των μακρινών πλάνων τα οποία απεικονίζουν καλύτερα το παιχνίδι. Κατ΄ εξοχήν ομαδικό άθλημα, το ποδόσφαιρο στην τηλεόραση μετατρέπεται σε ένα ατομικό σπορ που ασκείται ομαδικά, φλερτάροντας με τις διασημότητες, τις προσωπικές στιγμές, την τηλεόραση ριάλιτι... Το ματς κατακερματίζεται σε ένα πλήθος μικροεπεισοδίων, με ένα αδιάκοπο πηγαινέλα ανάμεσα στο ζωντανό και στο ετεροχρονισμένο, στην αργή κίνηση. Στη Γαλλία έχουμε κατ΄ αυτόν τον τρόπο από 50 έως 120 αναμεταδόσεις φάσεων σε αργή κίνηση σε κάθε αγώνα. Οι σχολιαστές και οι αναλυτές εξαρτώνται από αυτή την κατάτμηση των εικόνων και προσφέρουν ελάχιστη διαφώτιση ως προς τις τεχνικές, τις τακτικές και τις παιδαγωγικές πλευρές. Ως παρενέργεια των υπέρογκων ποσών που καταβάλλονται σε συμβόλαια αποκλειστικότητας και στην αγορά δικαιωμάτων και πρέπει να αποσβεστούν, τα κανάλια περισσότερο «πουλάνε» τα ματς στο κοινό τους παρά τα σχολιάζουν. Όσο για τις ποδοσφαιρικές αρχές της Γαλλίας, τα διακυβεύματα – οικονομικά και εξουσίας – είναι τόσο σημαντικά ώστε ξεχνούν να προστατεύσουν από τις καταχρήσεις της τηλεόρασης το άθλημα για το οποίο είναι υπεύθυνες. Στην τηλεοπτική λογική οι λέξεις που κυριαρχούν είναι τηλεθέαση, διαφήμιση, προβολή, πάθος με την τεχνολογία. Πέρα από μια χούφτα αντιστεκόμενων, αποφασισμένων και ερωτευμένων με το ποδόσφαιρο, το θέμα αυτό δεν γίνεται πουθενά αλλού αντικείμενο διαλόγου, λες και η τηλεοπτική αναμετάδοση του ποδοσφαίρου δεν επιδέχεται σε καμία περίπτωση κριτική. Μήπως οι ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, όπως το Euro, δεν είναι παρά ένα ακόμη βήμα προς την τύφλωση του κοινού;

Το ποδόσφαιρο, υπέροχο άθλημα και πρώτο σπορ στον κόσμο, κινδυνεύει. Παιδεία απέναντι στην εικόνα, δεοντολογία, σεβασμός προς το πνεύμα του παιχνιδιού και τους διαιτητές, αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και προβολή του αθλητή ως πρότυπο: όλα αυτά ελλείπουν. Απέναντι στις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές πλευρές του αθλήματος-θεάματος οι λάτρεις του ποδοσφαίρου είναι τελικά εξ ορισμού ανίκανοι να καταλάβουν καλύτερα αυτό που βλέπουν και ακούνε, κολλημένοι στην τηλεόραση και στο καθημερινό τους όπιο; Μια συνολική κριτική στάση απέναντι στην τηλεοπτική αναμετάδοση του ποδοσφαίρου είναι όμως περισσότερο απαραίτητη από ποτέ 6».







http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=550798

2 http://www.sigmalive.com/simerini/world/epikairotita/274758

3 http://theoriasek.blogspot.com/2006/07/blog-post_14.html

4 http://ideatons.blogspot.com/2010/02/blog-post_24.html

5 http://www.antinews.gr/?p=67663

6 http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=240321&ct=6&dt=20/06/2008