Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΚΕΨΗΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΣΤΗΚΑΝ ΑΠΌ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ: Α) ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Πολλοί μελετητές έχουν ήδη εκφράσει την άποψη ότι η ψυχαναλυτική σκέψη του Φρόιντ και της Μέλανι Κλάϊν βασίστηκαν στην Ιουδαϊκή – Χριστιανική παράδοση για την ανάπτυξη της ψυχολογικής τους θεωρίας. Αναλυτικά τα σημεία σύγκλισης είναι τα ακόλουθα:


1. Η ψυχαναλυτική σκέψη διαδόθηκε αρχικά μέσα από την Ψυχαναλυτική Αδελφότητα και τις Εταιρίες κάτι ανάλογο με τις οργανώσεις των πρώτων χριστιανών.
- Σύμφωνα με τα λόγια του Έριχ Φρομ «...το ψυχαναλυτικό κίνημα, το οποίο ο Φρόιντ το 1910 πριν το ονομάσει έτσι ήθελε να το εντάξει σε μια «Διεθνή Αδελφότητα για την Ηθική και την Κουλτούρα» που ιδρύθηκε από ένα φαρμακοποιό τον Κναπ και που είχε πρόεδρό της τον Φορέλ. Μια Αδελφότητα που μάχεται ενάντια στην εξουσία του κράτους και της Εκκλησίας. Όμως σύντομα αυτή η αδελφότητα παραχώρησε την θέση της στην Διεθνή αδελφότητα για την ψυχανάλυση που ονομάστηκε «Διεθνής ψυχαναλυτικός Σύλλογος» και «...υπάρχει καμιά άλλη περίπτωση θεραπείας ή επιστημονικής θεωρίας που να μεταμορφώθηκε σε κίνημα, διευθυνόμενο κεντρικά από μυστική επιτροπή, που προβαίνει σε εκκαθαρίσεις των μελών της που παρεκκλίνουν, με τοπικές οργανώσεις σε μια διεθνή υπερ - οργάνωση;
- Ως γνωστόν ο Φρόιντ αποθάρρυνε τους μαθητές του από το να σκέφτονται με διαφορετικό τρόπο από το δικό του. Έτσι, ορισμένοι από τους κορυφαίους του μαθητές (Γιουγκ, Άντλερ, Ράιχ, Πέρλς), προκειμένου να παρουσιάσουν τις διαφορετικές τους θέσεις ίδρυσαν δικές του Ψυχαναλυτικές Σχολές.


2. Βασική πεποίθηση της Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης και της ψυχαναλυτικής θεραπείας ότι ο Άνθρωπος εξελίσσεται από μία ζωώδη ύπαρξη σε μία πνευματική οντότητα.
- Κατά τη Βίβλο, και αφού ο Θεός δημιούργησε όλα τα ουράνια σώματα, τη γη, τα ζώα και τα φυτά, έπλασε το τελειότερο δημιούργημα του τον Άνθρωπο και τον τοποθέτησε ως «κορωνίδα» της δημιουργίας του στον Παράδεισο. Συνεπώς ο Άνθρωπος, ως ανώτερο είδος του πλανήτη, όφειλε να αποδείξει την απομάκρυνση του από τις ποταπές και μιαρές ανθρώπινες ανάγκες και ένστικτα. Έτσι, η απομάκρυνση από τη ζωώδη φύση θα επιτυγχανόταν με την αποφυγή μερικών από τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα όπως η βουλιμιά, η λαγνεία κ.λπ.
- Στη βάση της η φροϋδική θεωρία της σεξουαλικότητας προτείνει ότι ο Άνθρωπος εκπληρώνει το σκοπό του με τη προοδευτική απομάκρυνση του από ζωώδη ένστικτα και την ανάπτυξη μιας ορθολογικής και εξιδανικευμένης συνείδησης. Ο πολιτισμός κατά τον Φρόιντ δεν μπορεί παρά να εδράζεται στον καταναγκασμό και την καταστολή των ενστίκτων. Αυτή ξεκινά από το εσωτερικό της οικογένειας, με την απαγόρευση της αιμομιξίας, και προεκτείνεται στην δημιουργία ηθικών συστημάτων. Η κοινωνική αλληλεγγύη στηρίζεται στην ενοχή. Ο πολιτισμός είναι ένα παράδοξο, όπου συνδυάζονται ο έρωτας και η αυτοτιμωρία και η αρχή της πραγματικότητας συγκρούεται με την αρχή της ηδονής.


3. Η ύπαρξη ενός «Μεσσία».
- Στον Χριστιανισμό αναμφισβήτητος Μεσσίας είναι ο Χριστός, που έκανε θαύματα, δίδαξε «το Λόγο του Θεού» και θυσιάστηκε για τη «σωτηρία της ανθρωπότητας».
- Στην Ψυχανάλυση ο Φρόιντ απέφευγε επιμελώς την υιοθέτηση του ρόλου του ως «θεραπευτή». Αντίθετα, επεδίωξε, όπως και άλλες «μεσσιανικές» προσωπικότητες πριν από αυτόν, αρχικά να διασπείρει φήμες ότι επέτυχε «θαυματουργές» θεραπείες ενός μικρού αριθμού ασθενών. Παρά το ότι σύμφωνα με νεότερα δεδομένα –που παρουσιάζονται στην εργασία «Η Μαύρη Βίβλος της Ψυχανάλυσης»- αυτές οι θεραπείες ουδέποτε έγιναν, τότε και για πολλά χρόνια αυτό έγινε πιστευτό. Στη συνέχεια ο Φρόιντ προέκτεινε ή «παγκοσμιοποίησε» την έννοια της ασθένειας, από τη θεραπεία των ατόμων στην ηθική κυρίως θεραπεία της κοινωνίας.


4. Η ύπαρξη «δόγματος» που περιγράφει μία προβληματική κατάσταση που απαιτεί «θεραπεία».
- Το «δόγμα» του Προπατορικού Αμαρτήματος θεωρείται ότι για αιώνες λειτούργησε ως ο πιο σημαντικός ψυχολογικός παράγοντας στη Χριστιανική Ευρώπη και ο Άγιος Αυγουστίνος τόνιζε την μεγάλη του σπουδαιότητα. Αυτή έγκειται στο ότι μέσω της αποδοχής του δόγματος από τους πιστούς, εδραιώθηκε η ανάγκη για την Σωτηρία που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της Χριστιανικής Θρησκείας. Σύμφωνα με το παραδοσιακό Χριστιανικό δόγμα, αυτοί που αρνούνται να αποδεχτούν το χριστιανικό βάπτισμα είναι καταραμένοι για πάντα και γίνονται αντιληπτοί ως «παιδιά του Σατανά». Λόγω του Προπατορικού Αμαρτήματος τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο είναι αμαρτωλά. Στο μεσαίωνα πίστευαν ότι τα νεογέννητα κατέχονται από το διάβολο και γι’ αυτό η βάφτιση περιέχει μία λειτουργία εξορκισμού.
- Το «δόγμα» της ύπαρξης του Ασυνειδήτου ή του Εκείνο με το οποίο γεννιέται ένας άνθρωπος υποτίθεται ότι εμπεριέχει τις ενορμήσεις όπως εγωισμός, σκληρότητα, ασπλαχνία, καθώς και τις πιο ωμές και απαγορευμένες σεξουαλικές επιθυμίες. Η Ψυχανάλυση παρουσιάστηκε ως η μέθοδος που θα «μετασχημάτιζε» τις ασυνείδητες αυτές επιθυμίες από ακατέργαστες ενορμήσεις σε αποδεκτές από τον πολιτισμό χρήσιμες συμπεριφορές. Κατ’ αναλογία με τη βάπτιση, όσοι θα μπορούσαν να «δεχτούν» τη μετουσιωτική δύναμη της Ψυχανάλυσης θα απολάμβαναν και τα «θαυματουργά» αποτελέσματα της. Όσοι, αντίθετα ήταν ανεπίδεκτοι να επωφεληθούν από αυτή τη μέθοδο θα ήταν καταδικασμένοι να ζήσουν κάτω από την επήρεια ενός «σκληρού, εγωιστή, αχόρταγου και λάγνου αφέντη».


5. Η ύπαρξη του «Κακού».
- Για τον Χριστιανισμό, όπως άλλωστε και για τις περισσότερες θρησκείες, οι Δαίμονες είναι πνευματικά όντα που διαβάλλουν τους Ανθρώπους και μερικές φορές μπαίνουν μέσα τους και «κατέχουν» τον έλεγχο της προσωπικότητας τους. Τότε οι άνθρωποι γίνονται «κακοί» (λάγνοι, σαδιστικοί, βρωμεροί) και συμπεριφέρονται αντίθετα από το θέλημα του Θεού.
- Στην Ψυχανάλυση το «κακό» συναντάται α) ως ανωριμότητα και β) ως «πρωκτική προσωπικότητα».
Στην α) περίπτωση «κακό» είναι το ανώριμο, το πρωτόγονο, το νηπιακό μέρος της ψυχικής ζωής, που ενυπάρχει σε όλα τα παιδιά και τείνουμε να «ξεχνούμε» λόγω της χαριτωμένης τους εμφάνισης. Η Μέλανι Κλάϊν περιέγραψε μία ταραχώδη και βίαιη φαντασιωσική ζωή της βρεφικής ηλικίας, όπου τα φυσιολογικά βρέφη επιθυμούν να κατασπαράξουν τη μητέρα, το στήθος της ή το σώμα της, ή να ρουφήξουν και να δαγκώσουν το πέος του πατέρα τους. Για την Κλάϊν, αυτές οι φαντασιώσεις μένουν αργότερα ως φυσιολογικές φαντασιώσεις των ενηλίκων, με τρόπο που παρουσιάζονται όπως στη μεσαιωνική δαιμονολογία ή στην σύγχρονη πορνογραφία.
Στη β) περίπτωση, «κακή» είναι η «πρωκτική προσωπικότητα» αφού χαρακτηρίζεται από σαδισμό, συσσώρευση πλούτου και δύναμης, σχολαστικότητα, αγάπη στη βρωμιά (με τάση να καθαρίζουν συνέχει), υποχονδρία, ευερεθιστότητα, φιλαργυρία, μικροψυχία, ισχυρογνωμοσύνη. Ο «πρωκτικός» χαρακτήρας μπορεί να αποδίδεται και σε ολόκληρα έθνη ή φυλές (π.χ. φιλάργυροι Εβραίοι, φλεγματικοί Άγγλοι κ.λπ.).
Για την Ψυχανάλυση το ξεπέρασμα του «κακού» μπορεί να γίνει μέσω της ψυχαναλυτικής θεραπείας που αποσκοπεί στην μετουσίωση αυτών των τάσεων σε αποδεκτές πολιτισμικά συμπεριφορές.


6. Κεντρικό στόχο και της Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης και της ψυχαναλυτικής θεραπείας αποτελεί το χαρακτηριστικό του «εγωϊσμού».
- Η Εκκλησιαστική ανθρωπολογία διδάσκει ότι «…η ρίζα της ανθρώπινης τραγωδίας βρίσκεται στην εκούσια πτώση του ανθρώπου από το Φυσικό Θέλημα του Θεού, γεγονός που γεννά την φιλαυτία, τον εγωισμό, την οίηση, πάθη που δημιουργούν όλα τα υπόλοιπα πάθη, τις ψυχικές ασθένειες, ακόμα και τον θάνατο της ψυχής».
- Σύμφωνα με την Ψυχανάλυση «… ο εγωισμός επιφέρει νεύρωση ή ψυχική ασθένεια, η οποία φωτίζει τον αυτοβασανισμό που επιφέρει ο εγωκεντρικός ναρκισσισμός, με την ρεαλιστική γλώσσα της κλινικής εμπειρίας, όσον αφορά τη νεύρωση και την ψύχωση»


7. «Μετάνοια» και «Κάθαρση».
- Κεντρικό στοιχείο για τη Σωτηρία κάθε πιστού στον Χριστιανισμό, εκτός από τη βάπτιση και τη μετάληψη «σώματος και αίματος Χριστού», αποτελεί η εξομολόγηση. Η στιγμή της αποδοχής των ιδίων αμαρτημάτων και της ζήτησης μετάνοιας μπρος στον εξομολογητή είναι τόσο «ιερή», που ακόμη και αν συμβεί στις τελευταίες στιγμές της ζωής ενός αμαρτωλού, αυτός συγχωρείται. Στην Καινή Διαθήκη αυτό το βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις, όπως η μετάνοια και η συνεπακόλουθη σωτηρία του ληστή στη Σταύρωση του Ιησού.
- Σύμφωνα με τον Φουκώ, στο έργο του «η ιστορία της σεξουαλικότητας», η εξέταση του ψυχαναλυόμενου «ασθενή», η αφήγηση του εαυτού του με το ξεδίπλωμα ενός συνόλου από ευανάγνωστα σημεία και συμπτώματα, η ανάκριση, το πιεστικό ερωτηματολόγιο, η ύπνωση με το ξύπνημα των αναμνήσεων, και οι ελεύθεροι συνειρμοί δεν είναι τίποτε άλλο από μία εξομολόγηση σ’ ένα πεδίο παρατηρήσεων επιστημονικά αποδεκτών. Για τον ψυχαναλυτή Βίνικκοτ, η αποδοχή και η ανάληψη ευθύνης ενός ψυχαναλυόμενου για την κακία που ο ίδιος έδειξε σε άλλους ανθρώπους, αποτελεί σπουδαίο εξελικτικό βήμα και πέρασμα από τη μανιακή στην καταθλιπτική θέση, όπου το άτομο γίνεται πιο επιδεκτικό να δεχτεί την συνέχεια και ολοκλήρωση της ψυχαναλυτικής θεραπείας.


8. «Μύηση».
- Στον χριστιανισμό, μέσω της βάπτισης, της συμμετοχής στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, της κατήχησης, της παρακολούθησης κηρυγμάτων, της μελέτης των Γραφών και της εξομολόγησης μυείται ένας πιστός στον ορθό χριστιανικό τρόπο ζωής.
- Στην Ψυχανάλυση, η αποδοχή του μελλοντικού θεραπευτή να περάσει ο ίδιος από το «ψυχαναλυτικό ντιβάνι» για χρόνια, να μάθει να «αναλύει» τα περιστατικά του με τη βοήθεια του επόπτη του (που συνήθως είναι και ο ψυχαναλυτής του) και η συγγραφή εργασιών όπου αποδίδει το «σωστό» πνεύμα της θεωρίας που διδάχτηκε. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν πολλές ψυχαναλυτικές σχολές και εταιρίες που υπάρχουν έως σήμερα.


9. Αυτό – βασανισμός και εξιλέωση.
-Οι ρίζες του θρησκευτικού αυτοβασανισμού στον χριστιανισμού ανιχνεύονται κατά τον μεσαίωνα, οπότε στον χριστιανισμό καλλιεργείται η άποψη ότι το σώμα είναι κάτι μιαρό και αμαρτωλό, που πρέπει να εξαγνιστεί. Η σάρκα και οι επιθυμίες της, ειδικότερα οι σεξουαλικές, αντιμετωπίζονται ως κάτι περιφρονητέο, που πρέπει να υποταχθεί στη βούληση του πνεύματος. Μέσα από μια τέτοια σύγκρουση δημιουργείται ένα ενοχικό σύμπλεγμα, καθώς το σώμα αφ εαυτού δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψει την ορμέμφυτη φύση του. Τα αισθήματα ενοχής πιέζουν για πράξεις εξιλέωσης και αν η πηγή της ενοχής είναι το σώμα, η εξιλέωση έρχεται μέσω της αυτοταπείνωσης, του εξευτελισμού και της κακοποίησης.
Είναι ιδιαίτερα γνωστές οι περιπτώσεις πολλών αγίων του χριστιανισμού οι οποίοι τρέφονταν μόνο με ψωμί και νερό και κυκλοφορούσαν με το ίδιο ένδυμα που τους άφηνε απροστάτευτους στα έντονα καιρικά φαινόμενα χειμώνα καλοκαίρι. Ο άγιος Δομίνικος, ο άγιος Φραγκίσκος της Aσίζης, ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης, η αγία Αικατερίνη υποβάλλονταν εκούσια στο μαρτύριο της σταύρωσης. Επί αιώνες, από τότε που κήρυξε ο Ιησούς, μικρές χριστιανικές κοινότητες προσπάθησαν να βιώσων τα ιδανικά τους με τρόπο ακραίο και απόλυτα αφιερωμένο. Στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες εγκατέλειψαν τις επίγειες απολαύσεις και εισήλθαν σε μοναστήρια. Υπακούοντας κατά λέξη τις γραφές έστρεψαν την πλάτη τους στις οικογένειές τους και, ως εξωτερικό οδηγό της νέας ζωής τους, χρησιμοποίησαν όρκους φτώχειας, τιμωρίας και υπακοής. Ως σημάδι της περιφρόνησής τους και της συναισθηματικής ενοχής τους, κτυπούσαν τα σώματά τους με σκοινιά και διάφορα άλλα μαστίγια, όπως το φραγγέλιο, μέχρι να τρέξει αίμα. Σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η πνευματική αγνότητα τιμωρούσαν τον εαυτό τους και τους άλλους.
Όταν οι χριστιανοί αυτομαστιγώνονταν, το έκαναν προκειμένου να πετύχουν την αγνότητα. Ο αντικειμενικός στόχος της τιμωρίας ήταν η αγνότητα. Η φαντασίωση την οποία βίωναν οι ασκητές του χριστιανισμού και οι ζηλωτές του μωαμεθανικού κόσμου ήταν ότι προκαλώντας πόνο και πληγές στα σώματά τους, ίσως κατόρθωναν να καταστρέψουν την ακάθαρτη ουσία από την οποία ήταν φτιαγμένοι, έστω κι αν αυτό ήταν τελικά, η έσχατη περιφρόνηση προς την πράξη της ανθρώπινης δημιουργίας εκ μέρους του Θεού που αναζητούσαν εναγωνίως 1.
- Στην Ψυχανάλυση, η ψυχαναλυτική θεραπεία μπορεί να συσχετισθεί με μία διαδρομή στην συμβολική Σπηλιά του Πλάτωνα.
Η πλατωνική ανάμνηση είναι μια δυναμική πορεία επιστροφής στο παρελθόν, η οποία συντελείται σταδιακά, χάρη στη σύνδεση των δεδομένων του παρόντος με τη λησμονημένη εντός της ψυχής γνώση, ένα ψυχικό – νοητικό ταξίδι στα μονοπάτια της μνήμης.
Το σπήλαιο απεικονίζει, πέρα από τον πολιτικό κοινωνικό μακρόκοσμο, τον προσωπικό κόσμο του κάθε ατόμου, τον τρόπο με τον οποίο καθένας από εμάς αντιλαμβάνεται τον ευαυτό του και την θέση του στα πλαίσια του γίγνεσθαι.
Είναι μ’ άλλα λόγια μια ιδιάζουσα, ιδιότυπη πόλις, όμοια μ’ εκείνη του νευρωτικού, ο οποίος, παραδομένος στο σύμπτωμα και τα παρεπόμενά του, ζει μέσα σε μια άνευ προηγουμένου αυταπάτη και πλάνη.
Το να παραμείνει κανείς στον κόσμο των σκιών είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής όπως προσωπική επιλογή είναι να στρέψει το βλέμμα του προς το φως και να επωμιστεί το ψυχικό κόστος ενός ταξιδιού στον κόσμο της αλήθειας.
Αληθές και ψευδές συνυπάρχουν, εναλλάσσονται και εμπλέκονται.
Για ν’ απαλλαγεί κανείς από την αφροσύνη, πρέπει να κοιτάξει βαθιά, στην αλήθεια της ψυχής του. Αυτή θα του εξασφαλίσει μια "δεύτερη όραση", παρόμοια μ’ εκείνη της μεμυημένης ψυχής του μάντη των τραγωδιών, μιαν όρασιν η οποία αντίκειται στην φυσική όψιν, την υπερβαίνει και τελικά την καταργεί μετατρέποντάς την σε τυφλότητα.
Η πορεία προς τον κόσμο του φωτός σηματοδοτείται από ένα πλήθος δυσχερειών και από οδύνη.

Αυτομάτως ο δεσμώτης αντιδρά, αμύνεται, επιμένει να θεωρεί τις σκιές αληθέστερες των ομοιωμάτων και προσπαθεί να επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση. Αυτό που προκαλεί την αντίστασή του, είναι παραδόξως αυτό που τον παρακινεί να εξέλθει από το σπήλαιο είναι το απορείν, που το τοποθετεί στο μεταίχμιο, ανάμεσα στο παρόν του κόσμου των σκιών και στο άδηλο μέλλον ενός καινούργιου κόσμου. Ο δεσμώτης δε θέλει να διακινδυνεύσει την ασφάλεια της ψευδαίσθησης για μιαν αλήθεια που δεν του εγγυάται εξαρχής κάτι καλύτερο. Η απάρνηση της ζωής του σπηλαίου και το ξεκίνημα μιας καινούργιας πορείας, η οποία, ώσπου να περατωθεί, τον αφήνει μετέωρο στο άγνωστο, συνεπάγεται αναμφίβολα οδύνη, ένα μεγάλο ψυχικό κόστος που δικαιολογημένα θα προσπαθήσει να αποφύγει.
Κοπιώδης και επίπονη η ανάβαση, στο τέρμα της αποζημιώνει το δεσμώτη για την όλη την οδύνη που υπέστη. Αντικρίζοντας το Αγαθόν κατανοεί – συνειδητοποιεί την ουσία της ύπαρξής του και του γίγνεσθαι.
Η θέασις - αποκάλυψη της υπέρτατης ιδέας του νοητού έχει ως αποτέλεσμα τη ριζική αναμόρφωση της ζωής του, την αναθεώρηση της μέχρι πρό τινος αυτοαντίληψης και ετεροαντίληψής του.
Στο εξής, ο απελεύθερος δεσμώτης καθίσταται ικανός να ενεργεί με βάση τα δικά του καθοδηγητικά πρότυπα, να είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις του, μπορεί να αντιστέκεται σε οποιαδήποτε εξωτερική επιβολή 2.
---------------------------------------------------------------------------------------------


1. Σαχπασίδη Χρ., "Αυτοβασανισμός, θρησκεία και πολιτική", στο Archive, 16.03.2005 (http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=133)


2. Μπούσιου Χάιδω: Μια απόπειρα ψυχαναλυτικής ερμηνείας του πλατωνικού σπηλαίου: αντίσταση, ανάμνηση, αυτογνωσία. © Society of Social Psychiatry and Mental Heath.
(http://www.ekpse.gr/library/Bousiou%20ChaidoGR.htm)

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

Η ιστορική διαδρομή της ψυχιατρικής έχει συνδεθεί άρρηκτα με κυνήγι μαγισσών και δαιμονισμένους στο Μεσαίωνα, φυλακίσεις και αλυσίδες στην προβιομηχανική εποχή, κρύα μπάνια, λοβοτομές και ηλεκτροσόκ στη βιομηχανική περίοδο και τις μόνιμες παρενέργειες των ψυχοφαρμάκων της σύγχρονης εποχής. Επίσης συνδέθηκε με την εφαρμογή της ευγονικής και τους χιλιάδες φόνους σε «κατώτερους» ανθρώπους και τον έλεγχο των πολιτικών απόψεων στα ολοκληρωτικά και όχι μόνο καθεστώτα. Όλα αυτά είναι πολύ γνωστά και μεταξύ άλλων έχουν γραφτεί στη σειρά βιβλίων του Φουκώ «Η Ιστορία της Τρέλας», ή παρουσιάζονται με εικόνες και συνεντεύξεις ειδικών σε ντοκιμαντέρ όπως το «Ψυχιατρική: Μία Βιομηχανία Θανάτου» στο διαδίκτυο.



Χάρη στην εξουσία που της δίνει η ιδιότητά της ως επιστήμης και την αρμοδιότητα που έχει να χαρακτηρίσει κάποιον ως «φυσιολογικό ή τρελό», συμβάλλει αφενός στην εσωτερίκευση των υφιστάμενων εξουσιαστικών σχέσεων από το κοινωνικό σώμα, αφετέρου στην εξουδετέρωση των συμπεριφορών που αμφισβητούν αυτές τις σχέσεις. Παρά το επιστημονικοφανές της πρόσωπο, συχνά καθορίζεται από την ανάγκη της εξουσίας να χειραγωγεί όλες τις εκδηλώσεις συμπεριφοράς που εναντιώνονται στα κυρίαρχα πρότυπα.


Η κοινωνία αντιδρά με συχνά παρωχημένα και στείρα στερεότυπα στις παραβιάσεις κάθε κοινωνικού κανόνα, όπως η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Όταν οι παραβιάσεις θεωρούνται ανεξήγητες, τότε αποδίδονται στην ψυχική ασθένεια. Γεγονότα πολιτικά και κοινωνικά, όταν αντίκεινται στην κυρίαρχη ηθική, καθώς και πράξεις των οποίων επιδιώκεται η υποβάθμιση και η διαστρέβλωση, συνδέονται καλυμμένα ή απροκάλυπτα με την ψυχική ασθένεια. Η ψυχική ασθένεια είναι γενικά κοινωνικά απορριπτέα γιατί απειλεί και φοβίζει και γιατί συμπεριλαμβάνει την απρόβλεπτη εξέλιξη, δηλαδή το «ενδεχόμενο» κακό και στο ίδιο το άτομο και στον κοινωνικό του περίγυρο.


Τα μέτρα προστασίας των δικαιωμάτων του ατόμου, που αναγνωρίζονται σε οποιονδήποτε δικάζεται για ποινικό αδίκημα, δεν αναγνωρίζονται στους ψυχικά ασθενείς. Ο ψυχασθενής δεν μπορεί να διατηρήσει την κυριότητα των υπαρχόντων του, η μαρτυρία του προς υπεράσπιση του δεν θεωρείται έγκυρη, ενώ συγγενείς και δικηγόροι καθίστανται κατά κανόνα ανίκανοι να τον βοηθήσουν. Η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ψυχασθενή αντλεί την επισφαλή της νομιμότητα από την υπόθεση της επικινδυνότητας του ψυχικά ασθενή, παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά βίαιων πράξεων των ψυχασθενών δεν διαφέρουν από αυτά του μέσου πληθυσμού. Η προσπάθεια συσκότισης των διαφορών μεταξύ τρέλας και επικινδυνότητας, μεταξύ ψυχιατρικού αδικήματος – ψυχικής αρρώστιας και επικινδυνότητας – ποινικού αδικήματος, έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του χάρτη των δικαιωμάτων από το χάρτη της θεραπείας.


Η συχνή ακούσια ιδρυματοποίηση χρησιμοποιείται ως κοινωνικός έλεγχος, που πιο πέρα και από τη στέρηση της ελευθερίας του ατόμου, οδηγεί αναπόφευκτα στον περιορισμό βασικών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των ασθενών.


Ο ψυχικά ασθενής αντιμετωπίζεται σαν ένας παθητικός δέκτης «ξένων» δυνάμεων που προσδιορίζουν αποφασιστικά τη συμπεριφορά του, δίχως ο ίδιος να μπορεί να τις ελέγχει ή να τις μεταβάλλει. Εμφανίζεται σαν ένα έρμαιο «τυφλών» δυνάμεων που τείνουν εξολοκλήρου να τον εξουσιάζουν. Ο λόγος του τρελού πάντα ακυρώνεται. Είτε ο λόγος αυτός μεταποιείται σ’ έναν άναρθρο επιφώνημα και ηχεί σαν ένας αναίτιος, κενός νοήματος, λόγος, είτε γίνεται αποδεκτός ως μία έκφραση υπερ – λογικής. Οι εκφερόμενοι λόγοι στο όνομα του τρελού και για λογαριασμό του συχνά αποκλείουν τη δυνατότητα να εισακουστεί ο δικός του λόγος. Ο λόγος, τα συναισθήματα και οι συνθήκες ύπαρξης που αποδίδονται στον τρελό, συχνά χρησιμοποιούνται για να αποδείξουν την ορθότητα και τη νομιμοποίηση κάποιας δοξασίας, κάποιας επιστημονικής θεωρίας, ενός αγώνα ή μιας ιδεολογίας, που αφορούν απλά και μόνο τους σκοπούς του μη – τρελού ή αυτόν που θεωρεί ότι δεν είναι τρελός (Τσαλίκογλου Φωτεινή: Η τρέλα μέσα στο χρόνο).






Το σύγχρονο, ωστόσο, χαρακτηριστικό της, που την κάνει απόλυτα επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία και την κοινωνία, είναι η εξάπλωση του πελατολογίου της (target group) στον «φυσιολογικό» πληθυσμό. Με όλο και πιο «έξυπνο» και στοχο-κατευθυνόμενο μάρκετινγκ, καταφέρνει να πείσει ένα συνεχώς αυξανόμενο κοινό ότι χρήζει των «υπηρεσιών» της για να βγει από το «τέλμα», φτάνει να δεχτεί να φορέσει τα καινούρια ρούχα του …βασιλιά. Από τη φυσιολογική καθυστέρηση ομιλίας για κάποια παιδιά, τα απλά μαθησιακά προβλήματα που διορθώνονται με τον καιρό, την αναμενόμενη «αγριάδα» των εφήβων, έως την αϋπνία λόγω απραγίας των ηλικιωμένων, όλα συνιστούν αιτίες για ψυχιατρική παρέμβαση. Όσον δε αφορά στην επιτυχή «αντιμετώπιση /υπερφαλάγγιση» του άγχους και της κατάθλιψης των ενηλίκων, εκεί έχει βρει τον απόλυτο ρόλο της.


Τα σωματεία των ψυχιάτρων – νευρολόγων καθώς και οι φαρμακευτικές βιομηχανίες λειτουργούν όπως κάθε επαγγελματική ομάδα στο καπιταλιστικό σύστημα: αναζητούν το υψηλότερο κέρδος που μπορούν να αποκομίσουν. Συνεπώς, «δημιουργούν/ εφευρίσκουν» ασθένειες και διαγνώσεις μέσα από τα συνέδρια τους, τις «αποτυπώνουν» στα διαγνωστικά εγχειρίδια τους, εκπαιδεύουν τους ειδικευόμενους ψυχίατρους να τις εντοπίζουν στους υποψήφιους πελάτες τους, πείθουν όσους από αυτούς μπορούν ότι χρήζουν των υπηρεσιών τους και μιας επισταμένης, όσο ψηλό κι αν είναι το κόστος, αντιμετώπισης της «νόσου», συνταγογραφούν όσα περισσότερα φάρμακα μπορούν για όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται, και… βλέπουν τους λογαριασμούς τους να αυξάνονται θεαματικά με τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων.


Έτσι, η απλή φυσιολογική δυσκολία των μαθητών των πρώτων τάξεων του δημοτικού χαρακτηρίζεται ως μαθησιακές δυσκολίες, οι φυσιολογικές εξάρσεις της εφηβείας ονομάζονται μανιακές ή ψυχοπαθητικές εκδηλώσεις, ο ψυχικός πόνος της ανεργίας ή των οικονομικών δυσκολιών ως κατάθλιψη κ.ο.κ. Ήδη το μάρκετινγκ έχει αποδώσει και ένα 20% του πληθυσμού έχει τουλάχιστον για μία φορά στη ζωή του, κατά τους ψυχίατρους, ανάγκη ψυχιατρικής θεραπείας. Το επόμενο στάδιο, μέσα από την διενέργεια ψυχοτεχνικών δοκιμασιών μαζικά στα σχολεία όλου του «πολιτισμένου» κόσμου, είναι να εντοπιστούν πολλές ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά και γονείς που θα αναγκαστούν να υποστούν τις υπηρεσίες τους. Το αποτέλεσμα του σχεδίου θα είναι καταστροφικό για την υγεία αυτών των ανθρώπων από τις βαρύτατες παρενέργειες των ψυχοφαρμάκων, και θα καταληστευτούν τα ασφαλιστικά ταμεία προς όφελος πάντα ψυχιάτρων και φαρμακοβιομηχανιών.










Τα εξωφρενικά δεδομένα που ισχύουν σήμερα για την ψυχιατρική είναι:


1. Θεραπεία για τις βαριές ψυχιατρικές διαταραχές (ψυχώσεις, σχιζοφρένεια, μείζων κατάθλιψη) δεν υπάρχει.


2. Βελτίωση ορισμένων συμπτωμάτων έχει υπάρξει για μερικό ποσοστό των ασθενών.


3. Για ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν υπήρξε βελτίωση, ή και επιδεινώθηκε η κατάσταση τους. Μολαταύτα, για να μη φανούν ότι οι ίδιοι δεν ήξεραν τη δουλειά τους, συνεχίζουν να τους χορηγούν φαρμακευτική αγωγή για ευνόητους λόγους και την «ανανεώνουν» σύμφωνα με τελευταία ιατρικά δεδομένα.


4. Λόγω του ότι όλοι οι «ασθενείς» της ψυχιατρικής (και αυτοί που βελτιώθηκαν και αυτοί που επιδεινώθηκαν) υπόκεινται στις παρενέργειες των ψυχοφαρμάκων, οι βιομηχανίες κατασκευάζουν άλλα φάρμακα για να τις μειώσουν. Φυσικά τα νέα φάρμακα προκαλούν άλλες παρενέργειες, και οι βιομηχανίες κατασκευάζουν και άλλα φάρμακα κ.ο.κ. Έτσι, η υγεία των «ασθενών» χειροτερεύει, τα ταμεία αδειάζουν και οι έμποροι – ψυχίατροι με τους βιομηχάνους συνεργάτες τους «τρίβουν τα χέρια» τους.


5. Αυτό που ονομάζεται «ασθένεια» στην ψυχιατρική, δεν μπορεί να παρατηρηθεί αντικειμενικά. Ο κάθε ψυχίατρος το αντιμετωπίζει με το δικό του τρόπο, παρά το ότι όλοι ακολουθούν την ίδια «βιβλιογραφία». Έτσι, σε πειράματα που έγιναν με ηθοποιούς να παριστάνουν τους «τρελούς», στα ίδια συμπτώματα οι ψυχίατροι δίνανε διαφορετικές «διαγνώσεις», ενώ κανείς τους δεν κατάλαβε ότι επρόκειτο για ηθοποιούς.


6. Οι διαγνώσεις στηρίζονται στο Εγχειρίδια της παγκόσμιας ψυχιατρικής (DSM και ICD) που δημιουργούνται μετά από συνελεύσεις ψυχιάτρων που «ψηφίζουν» για τα χαρακτηριστικά της κάθε «ασθένειας». Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούν όσες κατηγορίες θέλουν, αυθαίρετα και ατεκμηρίωτα, και «δίνουν πάσα» στις φαρμακοβιομηχανίες να κατασκευάσουν τα ανάλογα «θεραπευτικά» χάπια.


7. Ο κλάδος των ψυχιάτρων έχει επεκταθεί ως ειδικοί σε κατηγορίες "ασθενών" που παραδοσιακά δεν ανήκαν στην ψυχιατρική. Έτσι σήμερα «θεραπεύουν» τοξικομανείς, εγκληματίες, σωματικούς ασθενείς στα νοσοκομεία μέσω «διασυνδετικής ψυχιατρικής», στρατιώτες, μαθησιακές δυσκολίες, δυσλεξία, αυτισμό, ομοφυλοφιλία, χαρτοπαιξία, εθισμό στο ίντερνετ και στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, μανία κατανάλωσης κ.α.


Στην ταινία Apocalypto (2006) του Μελ Γκίμπσον, οι ιερείς των Μάγιας θυσιάζουν, βγάζοντας την καρδιά τους, φτωχούς χωρικούς που συλλαμβάνουν επαγγελματίες στρατιώτες, προκειμένου να εξευμενίσουν τον ήλιο και να σταματήσει ο λιμός που τους αποδεκατίζει. Δεν γνωρίζουν όμως ότι όσο πιο πολλούς σκοτώνουν τόσο αυξάνονται τα πτώματα, που από την αποσύνθεση τους προέρχεται ο λιμός. Ο κόσμος τους πίστευε ότι καλώς κάνανε ότι κάνανε και αυτοί συνέχιζαν τις ανθρωποθυσίες χωρίς δεύτερη σκέψη.






Κατά τον ίδιο τρόπο οι ψυχίατροι, «προσπαθούν» να θεραπεύσουν τις ψυχικές ασθένειες, αλλά με ένα τρόπο που όχι μόνο δεν τις περιορίζουν, αλλά συνεχώς ανακαλύπτουν κι άλλους που είναι ασθενείς (π.χ. ερωτηματολόγιο ανίχνευσης κληρονομικότητας στη «νόσο»). Με τις «θεραπευτικές» τους ενέργειες, όμως, κάνουν κακό στα ασφαλιστικά ταμεία και στην ψυχοσωματική υγεία των ασθενών, στραγγίζοντας τους από κάθε ψυχικό απόθεμα δύναμης και αυτοπεποίθησης.


Και ο κόσμος τους πιστεύει, παρά το ότι τα θεραπευτικά τους αποτελέσματα είναι πενιχρά και αντιφατικά. Αυτοί, όμως, σαν τους ιερείς του Apocalypto, απτόητοι συνεχίζουν, χωρίς να απολογούνται, να «εργάζονται» απολαμβάνοντας κοινωνικό κύρος και συνεχή έσοδα και ασκώντας έμμεση και άμεση επιρροές σε άτομα, ομάδες (group therapies), κοινωνίες!

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Έχει ο Θεός πρόσωπο;

Η έννοια του Θεού έχει επαρκώς οριστεί τόσο στον Χριστιανισμό όσο και στις άλλες μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Φαίνεται, ωστόσο, ότι αυτός ο ορισμός δεν συμβαδίζει με τα έως σήμερα επιστημονικά δεδομένα της Φυσικής και των Νευροεπιστημών.



Αντί για ένα Θεό με πρόσωπο, οι σύγχρονοι φυσικοί βρίσκουν ενέργεια, όσο βαθιά στην ύλη και αν φτάσουν, αδυνατούν να κατανοήσουν τα μυστήρια της 4ης διάστασης που είναι ο χρόνος, βρίσκονται μπροστά σε παράδοξους για τη λογική μας νόμους της κβαντομηχανικής, αντιλαμβάνονται ότι το όλο σύμπαν θα μπορούσε να νοηθεί σαν ένας «οργανισμός» κ.ο.κ.


Αυτό που οι Χριστιανοί ονομάζουν Θεό, και οι σύγχρονοι φυσικοί την τέταρτη διάσταση του χρόνου που είναι αδύνατον για εμάς τους ανθρώπους να αντιληφθούμε, δεν είναι απαραίτητα κάτι διαφορετικό. Μπορεί να είναι ακριβώς το ίδιο. Οι αρχαίοι θεωρούσαν τον Κρόνο (χρόνο) αρχηγό του Σύμπαντος, μιας και είναι ο θεός του καιρού και ο κυρίαρχος του κόσμου. Και ούτως ή άλλως ο χρόνος πάντοτε απασχολούσε τη διάνοια και το πνεύμα των ανθρώπων.


Στην αμιγώς Φυσική τους διάσταση, τα σώματά μας αποτελούνται μόνο από ενέργεια... ύλη ως γνωστόν δεν έχει βρεθεί ούτε στην 10 εις την – 34η που υπάρχουν οι χορδές…


Το ίδιο είναι και το σύμπαν... ένας χώρος γεμάτος ενέργεια!


Σύμφωνα με τους Νανόπουλο, Prigozine κ.α., που έχουν βραβευτεί με διεθνή βραβεία αδιαμφισβήτητης αξίας, η αξία τους ως επιστήμονες είναι αδιαμφισβήτητη, τα εγκεφαλικά μας κύτταρα μπορούν και αντιλαμβάνονται λεπτές αλλαγές της ενέργειας (βαρυτικής και ηλεκτρομαγνητικής) στην οποία "κολυμπάμε", μέσω μικρότατων δομών γνωστών ως μικροσωληνίσκοι (επιπέδου 10 εις την – 30η περίπου)! Χάρη σε αυτές τις αλλαγές «καταλαβαίνει» διαισθητικά χωρίς να έχει άμεση συνειδητή αισθητική εμπειρία η μάνα ότι το μωρό της πονάει, ο δίδυμος ότι ο αδερφός του βρίσκεται σε δύσκολη θέση ή κινδυνεύει, και η γυναίκα ότι ο άντρας της την απατάει – και ας μην έχει αποδείξεις. Αυτά τα φαινόμενα (τηλεπάθειας κ.λπ.) μολονότι σε ερευνητικό επίπεδο δεν ξεπέρασαν το απαιτούμενο 5% για να είναι έγκυρα, σε μεμονωμένα άτομα έχουν παρατηρηθεί.


Ο David Brooks, συντάκτης των New York Times, έγραψε το 2008 ότι οι παρατηρήσεις των νευροεπιστημόνων οδηγούνται σταδιακά στο συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλος φαίνεται πως έχει την ικανότητα να υπερβαίνει τον εαυτό του και να συγχωνεύεται με μια ανώτερη παρουσία (που πολλοί ονομάζουν Θεό), η οποία γίνεται αντιληπτή ως πιο πραγματική από την καθημερινή υλική πραγματικότητα. Με δεδομένο ότι από όλες τις θρησκείες, αυτή που δέχεται μια ανώτερη πραγματικότητα, αλλά δεν την ταυτίζει με ένα προσωπικό Θεό, είναι κατ' εξοχήν ο βουδισμός, το νέο επιστημονικό ρεύμα, σύμφωνα με τον Brooks, θα μπορούσε να αποκληθεί νευρωνικός βουδισμός.


Το θέμα, έτσι κι αλλιώς, του προσώπου ή της άϋλης θεότητας είναι παλιό πρόβλημα. Ίσως όμως πρόκειται για το ίδιο πράγμα: Γιατί;


Ιστορικά οι θεότητες ήταν πάντα γυναικείες (ως το 10000 π.χ.) εφόσον οι άνθρωποι πιστεύανε ότι οι γυναίκες γεννάνε από μόνες τους. Ως τότε όλες οι θεότητες συμβόλιζαν τη γη και ήταν στρόγγυλες και σφαιρικές.


Μετά την αγροτική επανάσταση όμως, όταν οι νομάδες κατοικοέδρευσαν κάπου μόνιμα, ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες γεννάνε μόνο μετά από γονιμοποίηση… Αυτόματα, όλος ο σεβασμός χάθηκε και μεταφέρθηκε στον άντρα, αφού αυτός γεννάει και αυτή μόνο τίκτει… Οι θεότητες άρχισαν να αποκτούν αντρικά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα (π.χ. απιστία – Δίας, κλεψιά – Ερμής), και το σύμβολό τους ήταν πια ο ουρανός, το ημισφαίριο, εξ ου και οι τρούλοι των μονοθεϊστικών θρησκειών.


Μία διαφορετική προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η εξής: Ας σκεφτούμε για λίγο το κύτταρο το γονιμοποιημένο που βρίσκεται στη μήτρα… Αρχικά, δημιουργείται το περιβάλλον του (ο πλακούντας) και τροφοδοτείται το έμβρυο έτσι ώστε όσο αυτό μεγαλώνει, τόσο ο πλακούντας παίζει και μικρότερο ρόλο. Μάλιστα συνήθως μετά τον 7ο μήνα σχεδόν δεν χρειάζεται και το μωρό μπορεί να ζήσει και εκτός μήτρας. Έχουμε εδώ ένα παράδειγμα υπόβαθρου και μορφής, όπου σταδιακά η σημασία περνάει από το ένα στο άλλο.


Το ίδιο συμβαίνει και ψυχολογικά… Το παιδί μέσω προσκόλλησης πρέπει να μείνει κοντά στο γονιό του και στην αγάπη και στην αίσθηση της ασφάλειας, που του δίνει η παρουσία του. Σταδιακά θα εσωτερικεύσει με ένα δικό του τρόπο αυτές τις αισθήσεις – συναισθήματα, οι οποίες και θα εγκαθιδρυθούν ως μόνιμες αισθήσεις – συναισθήματα στο νου του ίδιου του παιδιού πια, ανεξάρτητα αν παρίσταται ο γονιός ή όχι. Τότε θα μπορεί πια να απομακρυνθεί χωρίς πανικό, έχοντας την εικόνα του γονιού του (και ιδιαίτερα τα μάτια του ή το μάτι του που τον προσέχει) στο μυαλό του. Και εδώ έχουμε το υπόβαθρο (ψυχολογικό περιβάλλον) και τη σταδιακή απορρόφηση του στη μορφή (εσωτερικευμένο αντικείμενο)…


Την ίδια διαδικασία συναντούμε αναλογικά και στη θεϊκή παρουσία, που αρχικά ταυτιζόταν με όλη το θεατό περιβάλλον, τη γη και τον ουρανό (όλο το σύμπαν των αρχαίων, αφού ως γνωστόν τα άστρα παίζανε μεγάλο ρόλο) και σταδιακά απορροφήθηκε σε μία μορφή (τον Θεό, που κανένας δεν είδε ποτέ παρά μόνο άκουσε, ή έμαθε τις επιθυμίες του από τους αντιπροσώπους Χριστό, Μωάμεθ, Αβραάμ ή τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί κάποιος για να τον αξιωθεί να «καθίσει εκ δεξιών του Πατρός».


Τέλος ανάλογη είναι και η διαδικασία της εξέλιξης της ανθρώπινης συνείδησης, που ξεκινάει στο μωρό από την αναγνώριση του προσώπου του στον καθρέπτη και καταλήγει σε μία εσωτερική φωνή που μας ελέγχει συνεχώς για τις πράξεις μας, τί άλλο είναι από μία «θεϊκή» παρουσία που άνετα μπορεί να συμβολιστεί με ένα μάτι, με το δαιμόνιο του Σωκράτη 1 κ.λπ.






Συνεπώς το πρόσωπο του Θεού, δεν είναι πολύ διαφορετικό από την απρόσωπη ενέργεια του Σύμπαντος, παρά η συμπύκνωση της, που ξαναρευστοποιείται στις περιπτώσεις των θαυμάτων, και ξανασυμπυκνώνεται και ξαναρευστοποιείται. Ψυχολογικά, εμείς προσευχόμενοι συμπυκνώνουμε αυτήν την ενέργεια και την καταθέτουμε σε μία «τράπεζα» και όταν την χρειαστούμε παρακαλούμε να μας δοθεί πίσω, π.χ. αν αρρωστήσουμε… Ακόμη και στον Χριστιανισμό ο Θεός παρουσιάζεται σαν «Άγιο Πνεύμα» (ενέργεια) και φωτίζει ή θεραπεύει.


Έτσι, το πρόβλημα του απρόσωπου ή Θεού με πρόσωπο δεν υφίσταται, τουλάχιστον όσο θέλουν να το τονίζουν οι θρησκείες. Είναι σαν τη μαγική εικόνα, που βλέπεις αυτό ανάλογα με το σημείο που εστιάζεις!






Η ιδέα ενός Πατέρα – Θεού με πρόσωπο του Θεού είναι αποτέλεσμα των σκέψεων που έκαναν οι άνθρωποι από την Αγροτική επανάσταση και μετά. Πιο συγκεκριμένα, όπως μία γυναίκα χρειάζεται σπέρμα για να κυοφορήσει, η σκέψη των πρωτόγονων εξέθρεψε μετά το 10000 π.Χ. την εικόνα του Πατέρα – Θεό - Ουρανό που γονιμοποίησε τη Γη και έδωσε το έναυσμα για τη ζωή.


Ένα ακόμη σημείο που φαίνεται η ανθρώπινη «καταγωγή» της ιδέας αυτής είναι η εικόνα του Θεού που πάντα παρουσιάζεται σαν αγαθός παππούλης… Έτσι ακριβώς όπως τείνουν να μοιάσουν οι παπάδες στα γεράματα τους. Μα πώς γίνεται να απεικονίζεται ως γέροντας ο θεός τη στιγμή που (α) κανείς δεν τον έχει δει με τα μάτια του και (β) θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας νέος σε ηλικία πατέρας; Εδώ έχουμε αναμφισβήτητα μία ανθρώπινη επινόηση με σαφή σημειολογικό στόχο, μιας και ο αγαθός παππούς συμβολίζει τον καλό, αξιοσέβαστο άνθρωπο που έμαθε πολλά στη ζωή του και εμπιστευόμαστε να μας καθοδηγήσει.


Όσον αφορά στο αν τα θαύματα τα κάνει ένας προσωπικός Θεός ή γίνονται με την ενέργεια του Σύμπαντος και πώς, έως σήμερα, δεν υπάρχει επιστημονική απάντηση… και αυτό διότι δεν μπορούμε να αναπαράγουμε πειραματικά το θαύμα. Κάπου – κάπου συμβαίνει, χωρίς να μπορούμε να καθορίσουμε πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις.


Το σίγουρό είναι ότι παίζει κάποιο ρόλο η πίστη… Η πίστη, αυτή η ακατανίκητη δύναμη που άλλοτε μας σώζει και άλλοτε μας σκοτώνει σωματικά ή πνευματικά… Το θέμα είναι σε τί ακριβώς πιστεύεις, από τι ξεκίνησες να πιστεύεις και πόσο πιστεύεις.


Αν κάποιος κάτω από τα ερείπια μιας πολυκατοικίας δεν πιστεύει ότι θα έρθουν και θα τον σώσουν, ή στο Άουτσβιτς δεν πιστέψει ότι τελικά θα ζήσει, συνήθως θα πεθάνει. Σε πειράματα όπου κάνανε ανθρώπους να πιστέψουν ότι τους κόψανε τις φλέβες (χωρίς αυτό να έχει συμβεί), αυτοί εμφάνισαν φυσικές διαδικασίες θανάτου!


Από την άλλη, αν κάποιος πιστεύει στην αστρολογία, στα «πνεύματα», σε ακραία πολιτικά ιδεολογήματα (Ταλιμπάν, Ναζί) κ.λπ. είναι καταδικασμένος να μείνει πνευματικά, ή ψυχικά και νοητικά φυτό!


Συνήθως οι διαφορετικές απόψεις υποστηρίζουν ότι α) υπάρχει κάπου μία δύναμη με νου και γνώση που συνειδητά μας δίνει χάρη όταν πιστεύουμε, όταν μένουμε «προσκολλημένοι» στους κανόνες μιας βιοθεωρίας – θρησκείας, ή β) αυτή η δύναμη δεν υπάρχει, και τη «χάρη» την παίρνουμε ούτως ή άλλως όταν τη δικαιούμαστε, όταν δηλαδή έχουμε «πληρώσει» το τίμημα… Π.χ. ένας καλλιτέχνης μπορεί να πιστεύει ότι θα δημιουργήσει ένα διάσημο διαχρονικό έργο τέχνης κάποτε, αλλά αυτό μάλλον θα γίνει όταν θα έχει αφιερώσει και επισταμένης ενασχόλησης στο έργο του, και μία ημέρα θα μου «έρθει» στο μυαλό η έμπνευση για το πώς ακριβώς να το δημιουργήσει.


Έτσι και αλλιώς, ωστόσο, υπάρχει ένα επιχείρημα που αποδυναμώνει την άποψη περί της χάριτος του προσωπικού Θεού στα θαύματα. Το επιχείρημα αυτό ερωτά, αν η χάρις δίνεται μόνο από τον προσωπικό Θεό, τότε με ποιο τρόπο συμβαίνουν θαύματα σε όλο τον κόσμο, ακόμη και σε ιθαγενείς που πιστεύουν στα δέντρα (κατά τον ίδιο τρόπο που π.χ. οι Ινδιάνοι πίστευαν ότι με ειδικό χορό θα εξευμένιζαν το θεό της βροχής ενώ οι Έλληνες μόνον αν του έδιναν υλικά δώρα); Προφανώς η εξήγηση του «ανεξήγητου, δυσεξήγητου, ή ανεξερεύνητου Σύμπαντος» αντί του «συνειδητού - προσωπικού Θεού» είναι πιο πιθανή.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1 Σχετικά με το Σωκρατικό δαιμόνιο και τον αποτρεπτικό ή προτρεπτικό ρόλο του στη ζωή του Αθηναίου φιλοσόφου έχουν γράφει και ειπωθεί από φιλολόγους και φιλοσόφους αρκετά στο πέρασμα των αιώνων. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι εμπόδισε το Σωκράτη να ετοιμάσει την απολογία του κατά τη δίκη του (Ξενοφώντος, «Απολογία Σωκράτους»). Έτσι, ο πανεπιστημιακός καθηγητής Βασίλης Κάλφας σ’ άρθρο του, στις 31 – 10 – 2004, στην εφημερίδα «Καθημερινή», που τιτλοφορείται «Το δαιμόνιο του Σωκράτη», σημειώνει μεταξύ άλλων: «[…]Από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη είναι η σχέση του με το περίφημο «δαιμόνιο». Ο Σωκράτης άκουγε κατά καιρούς μια εσωτερική «φωνή», που του έδινε κάποια σημάδια για τη μελλοντική του συμπεριφορά. Στις υποδείξεις του δαιμονίου ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Η σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο ήταν κάτι πασίγνωστο σε όσους τον συναναστρέφονταν, αλλά θα πρέπει να είχε γίνει γνωστή και σε ευρύτερους κύκλους, συνεισφέροντας ένα ακόμη κομματάκι στο παζλ της «άτοπης» προσωπικότητας του μοναδικού αυτού ανθρώπου. Έχουμε πολλές ενδείξεις ότι το δαιμόνιο ενεπλάκη με κάποιον τρόπο στη δίκη του Σωκράτη. Ο Πλάτων το υπαινίσσεται στην Απολογία του, όταν ο Σωκράτης λέει «αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία» (31d). Και στον Ευθύφρονα βάζει τον φανατικό θρησκόληπτο ομώνυμο μάντη να συμπαρίσταται στον Σωκράτη, λέγοντάς του ότι η κατηγορία που απαγγέλθηκε εναντίον του για καινοτομία στα θρησκευτικά ζητήματα θα πρέπει να οφείλεται στο πασίγνωστο δαιμόνιο. Η τάση του πλήθους, συμπληρώνει ο Ευθύφρων, είναι να περιγελούν όσους ισχυρίζονται ότι προλέγουν το μέλλον (3bc) […]».

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Νόμοι και Όροι της καθημερινής ζωής, συμβίωσης και επιβίωσης: Περί Φαινομενικής Αδράνειας, Τριβών και Πιέσεων

 Τα κοινωνικά δεδομένα, τα μοντέλα και τα σύμβολα, ίσως παραμένουν σε γυμνό οφθαλμό αδρανή, επειδή διατηρούν την κατάσταση της ηρεμίας, κάθε φορά που δεν σχετίζονται μεταξύ τους στους κόλπους μιας κοινωνίας ή και κάθε φορά που δεν δέχονται καμία εξωτερική δύναμη και απλώς συνυπάρχουν. Στην πραγματικότητα, όμως, ακόμη κι αν δεν κινούνται παρωθούμενα από άλλα, αυτοκινούνται και βρίσκουνται σε αδιάκοπη, συχνά μη ευδιάκριτη σε γυμνό οφθαλμό, κίνηση.
Δύο (ή περισσότερες) κοινωνίες ή τάξεις μέσα στην ίδια κοινωνία είναι δυνατόν να αναπτύξουν σχέσεις μεταξύ τους, ανταλλαγής ή αντιγραφής δεδομένων, συμβόλων και μοντέλων. Εάν αναπτύσσονται οι σχέσεις αυτές όταν κι οι δύο κοινωνίες (ή τάξεις) ηρεμούν, έχουμε στατική τριβή• όσες φορές η μια εξ αυτών είναι αδρανής, γίνεται λόγος για στατοδυναμική τριβή• τέλος, κάθε φορά που κι οι δύο δέχονται, για να κινηθούν, εξωτερικές επιρροές, ομιλούμε για δυναμική τριβή. Όταν μια κοινωνία (ή τάξη), στη διάρκεια της στατοδυναμικής ή της δυναμικής τριβής, υπερισχύει της άλλης, λέμε πως τη συν – τρίβει, ενώ, όσες φορές κι οι δύο απλώς έχουν σχέσεις μα καμιά τους δεν υπερέχει της άλλης, έχουμε «διατρίβουσες κοινωνίες (ή τάξεις)».
Πολύ συχνά, η δυναμική τριβή δύο κοινωνιών, που, όμως, συνάμα, έχουνε αναπτύξει και εσωτερικές δυνάμεις για να αντεπεξέλθουνε προς τις εξωγενείς τούτες πιέσεις, φέρει την κρούση μεταξύ τους. Δηλαδή, η συν – κρούση (: σύγκρουση) δύο κοινωνιών ή τάξεων είναι η τριβή μεταξύ των συστατικών, δεδομένων – συμβόλων – μοντέλων, μιας κοινωνίας ή τάξεως με μιας άλλης ή άλλων.
Το σύνολο των εσωτερικών δυνάμεων μιας κοινωνίας ή τάξεως, όταν τα κοινωνικά δεδομένα μεταβάλλονται (αναλύουνται, συντίθενται, αλληλοσυμπληρώνουνται, ολοκληρώνουνται) στους κόλπους της ίδιας κοινωνίας ή τάξεως ή / και κάθε φορά που αμύνονται σε εξωτερική δύναμη, αποτελούν την Ενέργειά της. Η Ενέργεια αυτή αντιπαρατίθεται σε κάθε εξωτερική πίεση, σε κάθε εξωγενή δύναμη.
Εξωγενής Δύναμη ή εξωτερική πίεση είναι κάθε εξωγενής παράγοντας, που έχει σκοπό να επιβραδύνει ή να επιταχύνει την κοινωνική εξέλιξη και την εκχώρηση Δύναμης και κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων ή να στερήσει τον άνθρωπο και τον πολίτη από τη Γνώση. Μεταδίδεται δε στην ίδια ένταση σε κάθε σημείο στους κόλπους της κοινωνίας, που πιέζεται ή τρίβεται με μιαν άλλη και παλεύει, ώστε να μη συντριβεί.

Περί Κινήσεως και Αυτοκινήσεως

Όταν κάποιος, είτε οργανωμένο κράτος είναι, είτε μεμονωμένος πολίτης, κινδυνεύει να χάσει τα κεκτημένα, προσφεύγει στη χρήση βίας. Το έχει αποδείξει, πολλές φορές και σε διαφορετικές χωροχρονικά κοινωνίες, η Ιστορία. Η βία είναι το συνηθέστερο μέσο, που χρησιμοποιούν οι κρατούντες, για να επιβάλλουν την εξουσία και τη θέλησή τους στις κοινωνίες.
Όλα όσα υπάρχουν επί της γης βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης μεταξύ τους και δεν παραμένουν ποτέ απολύτως ακίνητα. Ένα πράγμα, σε συνδυασμό πληθώρας εξωγενών και ενδογενών αιτίων, βρίσκεται σε συνεχή κινητικότητα. Έτσι, ωθεί σε κίνηση κάτι άλλο, το οποίο, κι αυτό με τη σειρά του, στέκεται η αιτία της κίνησης κάποιου τρίτου πράγματος, που, επίσης, θέτει σε διαρκή κίνηση σειρά άλλων. Δεν πρέπει, όμως, να παραγνωρίζουμε και την αυτοκίνηση των σωμάτων, η οποία εμφανίζεται σ’ όλα τα σώματα και δίχως να χρειάζεται να «συνυπάρχουν» με άλλα, τα οποία θα τα έθεταν σε νέα, διαφορετικής, κάποτε, σκοπιμότητας απ’ την αυτοκίνηση, κίνηση.
Ταυτόχρονα, ας θυμηθούμε πως η κίνηση, συνήθως, έχει αποτέλεσμα τη φανέρωση αλλαγών τόσο στο κινούμενο, όσο και στο κινούν πράγμα. Όμοια, επειδή, στο πέρασμα των χρόνων, οι σχέσεις μεταξύ των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών και του πλήθους βρίσκονταν σε διαρκή κινητικότητα λόγω λαϊκών ξεσηκωμών ή προσπαθειών της άρχουσας τάξης να επιβάλλει βίαια την εξουσία της, στο εσωτερικό και των δύο μερών (κρατούντες – λαός) και στον τρόπο που συμβάλλουν στην κοινωνική ευημερία και πρόοδο συνέβησαν σημαντικές μεταβολές στην εξεύρεση μέσων παραγωγής και εκμετάλλευσης των υλικών αγαθών, καθώς και στον τρόπο διακυβέρνησης των κοινωνιών (συμμετοχή ή όχι των πολιτών στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την οικονομία, την πολιτική, την παιδεία, την εργασία, την κατοικία και την υγεία τους), αλλά και στη θέσπιση νόμων, που ορίζουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα υπό την εποπτεία των αρχόντων ή με λαοκρατία.
Ο άνθρωπος, είτε από μόνος του – είτε κατόπιν «ξένων» επιδράσεων, όσο ζει, κινείται διαρκώς, βλέπει, ακούει, μιλάει, γράφει, ερωτεύεται, πικραίνεται, χαίρεται, διδάσκεται, μαθαίνει, εξελίσσεται, προοδεύει, δεν μένει, ποτέ, στάσιμος. Για την αυτοκίνηση, άλλοτε τον βοηθά η λογική κι άλλες φορές, το συναίσθημα, ενώ σημαντική για την κίνηση είναι η εξωτερική ώθηση της κοινωνίας. Αδιάκοπα, όμως, κινούνται και εξελίσσονται και τα κοινωνικά σύνολα, είτε ομιλούμε για περιορισμένες χωροχρονικά κοινότητες, είτε για πιο «ανοιχτές» κοινωνίες.
Συγκεκριμένη κίνηση ή πράξη ενός ανθρώπου και ενός κοινωνικού συνόλου, πάντως, έχει και συγκεκριμένο αποτέλεσμα, άλλο, βεβαίως, η αυτοκίνηση, άλλο η από εξωτερικούς παράγοντες επιβαλλόμενη κίνηση. Αναφερόμενοι, επομένως, γενικά σε αλλαγές, στεκόμαστε σ’ όσες εγράφησαν προηγουμένως σε κοινωνικό επίπεδο και τις οποίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι ιστορικοί, οι κοινωνιολόγοι και οι οικονομολόγοι, που πρέπει να συνεργάζονται για την προς όλες τις πτυχές διερεύνηση του ιστορικού παρελθόντος, για τη χωρίς επηρεασμούς αντιμετώπιση των παρόντων και για το προγραμματισμό – σχεδιασμό, με διορατικότητα, του μέλλοντος, αφού κι οι ισχυροί και τα λαϊκά στρώματα, παρότι οι «τριβές» τους παράγουν κίνηση, είναι αυτοκινούμενα σώματα και, πάντοτε, οι πρωταγωνιστές της Ιστορίας, μέσα απ’ τη «σύγκρουση και τριβή» των οποίων οι προσωπικότητες, εκμεταλλευόμενες τις «συγκυρίες», αναφύονται.
Με την κίνηση και την αλληλεξάρτηση, δεν έχουμε, εξάλλου, αλλαγές μόνο στις κοινωνίες, αλλά και στα άτομα, που τις απαρτίζουν, ισομεγέθεις, μα περισσότερες από την αυτοκίνηση, η οποία, νομίζω, δεν διακόπτεται ποτέ, παρά την εξωτερική επιρροή, αλλά συνεχίζεται ταυτόχρονη και παράλληλη της έξωθεν επιρροής. Οι μεταβολές αυτές είναι εμφανείς και στο σώμα των ανθρώπων (σωματική υγεία, εξωτερική εμφάνιση π.χ.), όσο και στον εσωτερικό τους κόσμο (ο τρόπος που σκέφτονται, τα συναισθήματα που νιώθουν και οι προερχόμενες από εσωτερικές «διεργασίες» αντιδράσεις τους προς τον έξω κόσμο κ.α.) και διαμορφώνουν, στην εκάστοτε χρονική στιγμή και σε συγκεκριμένο τόπο, έναν ορισμένο ανθρώπινο οργανισμό και χαρακτήρα, που, αφού έχει τεθεί και από άλλους σε κίνηση, με τη σειρά του βάζει κάποιους άλλους κι αυτός να κινηθούν.
Η κίνηση του ανθρώπου, αλλά και όλων των έμβιων, φυτικών – ζωικών, οργανισμών, μα και των ανθρώπινων κοινωνιών, από τα αρχαία κιόλας χρόνια, συντελεί στην ανάπτυξή τους και, κατά την άποψη αρκετών παλαιοτέρων και σύγχρονων, είναι θεόσταλτος, εάν επιτρέπεται να το πούμε και έτσι, κινητήριος «μοχλός» της ύπαρξής τους. Και τούτο γίνεται πιο κατανοητό, εάν αντιληφθούμε ότι, η ανάπτυξη σχετίζεται κατεξοχήν με μεταβολές στην κίνηση ενός οργανισμού, μα και να ξέρουμε ότι για να μεταβληθεί (αυξηθεί ή μειωθεί) η ταχύτητα ανάλυσης ή σύνθεσης των δεδομένων της ανθρώπινης, δημόσιας και προσωπικής, ζωής, θα πρέπει να εξασκούνται εξωτερικές δυνάμεις, οι οποίες, εάν είναι ισομεγέθεις μ’ εκείνες, που ο ίδιος ο οργανισμός προς τις εξωγενείς ασκεί, τότε η ζωή ισορροπεί.
Μια από τις συνηθέστερες μορφές κίνησης είναι η ευθύγραμμη ομαλή, κατά την οποία η διεύθυνση και το μέτρο της ταχύτητας των διαφόρων κοινωνικών λειτουργιών σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο παραμένουν το ίδιο, ανεπηρέαστες από κάθε ερέθισμα.
Επιπλέον, οσάκις η ταχύτητα, με την οποία συντίθενται ή αναλύονται τα κοινωνικά δεδομένα, μεταβάλλεται και η παρουσία τους διαγράφει (τυχαία ή ορισμένη) καμπύλη τροχιά, έχουμε την καμπυλόγραμμη μεταβαλλόμενη κίνηση.
Η κάθε είδους κίνηση, όμως, απαιτεί οι κινούμενοι να ‘χουν τα μάτια και τ’ αφτιά τους ορθάνοιχτα, γιατί, πάντα, ελλοχεύει, μέσα στη βιασύνη, ο κίνδυνος, φρονώ, ν’ «αλλοιωθούν», να συνθλιφθούν και να ποδοπατηθούν πατροπαράδοτες αξίες και παραδοχές, αλλά και να παρεκτραπεί ο αγώνας ο αδιάκοπος για την εξεύρεση των νόμων, που διέπουν την αλήθεια, τη γνώση, τη σοφία, τη λειτουργία της φύσης και του κόσμου, τα εσώψυχα κάθε ανθρώπου. Ο αγώνας αυτός δεν πρέπει να παρεκτραπεί, γιατί και συνεχής είναι και, όπως και η κίνηση και η αυτοκίνηση, δεν έχει τέλος, αν και γνωρίζουμε την αρχή του.
Καταλήγοντας το τωρινό σημείωμα, ας δεχτούμε ότι, για να ‘ναι επωφελής για κάποιο άτομο και μιαν κοινωνία, η κίνηση πρέπει να ‘χει, ταυτόχρονα, «τιμονιέρηδες», όπως η σωστή αυτοκίνηση, και τη λογική και το συναίσθημα. Τότε, επιτυγχάνεται και η αυτογνωσία για βελτίωση του κόσμου και οι αλλαγές, που σημειώνονται στους κόλπους μιας κοινότητας, αφορούν όλους όσοι ζουν και εργάζονται εκεί, χωρίς διαχωρισμό σε εκμεταλλευτές κρατούντες και εκμεταλλευόμενη λαϊκή τάξη και δίχως να φτάνουμε σ’ οχλοκρατία. Μ’ άλλα λόγια, η κίνηση έχει, τότε, κοινωφελή και μακροχρόνια αποτελέσματα.

Περί Εργασίας και Ελευθερίας

Όλοι, σχεδόν, οι άνθρωποι εργάζουνται ή, τουλάχιστον, επιθυμούν να εργάζουνται. Πέραν της χαράς της δημιουργίας και της κοινωνικής προσφοράς, όταν δουλεύουνε χωρίς άνωθεν καταπίεση, τους κατέχει μεγάλη χαρά, γιατί εξασφαλίζουνε και τα προς το ζην και συμβάλλουνε στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων.
Πολλοί λένε ότι ο πραγματικός προορισμός της εργασίας είναι κοινωνικός. Δηλαδή, εάν δουλεύεις για τον εαυτό σου, στην πραγματικότητα, εργάζεσαι για το κοινωνικό σύνολο. Ο καθένας, μ’ εξειδικευμένη «αποστολή», δουλεύει για όλους και όλοι συνεργάζουνται μεταξύ τους. Παρατηρήστε τις κοινωνίες των μερμηγκιών και θα ιδείτε ότι, με τη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας, τα καθημερινά προβλήματα φαίνουνται πιο εύκολα, λύνουνται με κοινές προσπάθειες.
Καθένας, πλέον, με λυμένα τα περισσότερα προβλήματά του, νιώθει και είναι λεύτερος. Απαλλαγμένος από άγχη και διάφορα αντικοινωνικά συμπλέγματα (ανωτερότητας ή κατωτερότητας), γνωρίζει ό,τι πραγματικά θέλει από τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του, ποιες είναι οι αληθινές δυνάμεις και δυνατότητές του και πώς μπορεί να πετύχει ό,τι θέλει ή καθετί, που του εξασφαλίζει τα προς «το ζην και το ευ ζην». Έτσι, βαθμιαία, ανεβαίνει την «κλίμακα» της ζωής και προσεγγίζει, σιγά – σιγά πλην με σταθερά βήματα, την ευτυχία, χωρίς αρρωστημένα προσωπικά πάθη ή συμφεροντολόγους «αφέντες» να τον «δυναστεύουν» ή να τον παγιδεύουνε…
Στην καθημερινή μας ζωή, συναντούμε, πέρα από τους φίλεργους, και αυτούς που αρνούνται να εργαστούν και παρασιτούν σε βάρος των άλλων και όσους ψάχνουν δουλειά, αλλά δεν καταφέρνουν να βρουν. Εάν η εργατικότητα βοηθά τον άνθρωπο να προκόψει και τον γιομίζει χαρά και διάθεση για κοινωνική προσφορά, η ανεργία τον «πληγώνει» και τον κάνει να μιλά για «κοινωνική αδικία» αλλά συνάμα τον παρακινεί σ’ αδιάκοπους αγώνες, ενώ η αεργία τον ωθεί να δαπανά, ως «τζίτζικας», τον κόπο των άλλων.
Φανταστείτε πώς είναι ένας άνθρωπος που δεν εργάζεται. Ιδίως, όποιος εκούσια απέχει, λόγω οκνηρίας, από τον καθημερινό μόχτο, ο άεργος. Μπορεί να ‘χει πιότερο λεύτερο χρόνο στη διάθεσή του για ψυχοπνευματική καλλιέργεια, αλλά δεν τον εκμεταλλεύεται. Στον αντίποδα, αν και επιδίδεται στην καλοπέραση, είναι γιομάτος άλυτα προβλήματα, προσωπικές, πρώτιστα, ανασφάλειες, γίνεται αντικοινωνικός και εσωστρεφής• κλείνεται, όσο περνά ο χρόνος, στον εαυτό του, όσο γίνεται πιο πολύ, και καταπιέζοντάς τον, απομακρύνεται πιότερο και μακρύτερα από τον κοινωνικό προορισμό του. Η παρουσία του άεργου στη ζωή είναι όμοια μ’ ενός κοινοβλαβούς παρασίτου.
Ο ακούσια άνεργος, αντίθετα, παρότι αισθάνεται πόνο από την «κοινωνική αδικία» που υφίσταται, εφόσον η κοινωνία δεν αναγνωρίζει τους κόπους και τους αγώνες του, δεν παραμένει αδρανής και δεν κυνηγά την άνετη και ευχάριστη ζωή• φροντίζει να εφοδιάζεται με διαρκώς νέες γνώσεις και εμπειρίες, που θ’ αναφανούν χρήσιμες και στον ίδιο και στο κοινωνικό σύνολο, όταν βρει δουλειά. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί γνωρίζει καλά ταυτόχρονα ότι – εάν με την εργασία μπορεί να διευρύνει τους ορίζοντές του με τις συναναστροφές του στο χώρο της δουλειάς, αλλά, ταυτόχρονα, και με τις «στροφές», που πρέπει να παίρνει το μυαλό του, για ν’ αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της εργασίας – κι ως πού μπορεί να φτάσει η ελευθερία του. Συνήθως, πιστεύεται πως το όριο αυτό είναι ο σεβασμός από τον εργαζόμενο της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των συνανθρώπων και όσων εργάζονται μαζύ του. Έτσι, ο πολίτης, είτε εργάζεται είτε παραμένει, χωρίς να το θέλει, άνεργος, εξασφαλίζει και το σεβασμό προς την προσωπική του ελευθερία, η οποία διευρύνεται με τη συμπαράσταση και τη συνδρομή του κοινωνικού του περίγυρου.
Κι αυτό γίνεται πιο κατανοητό, εάν συνδέσουμε την ελευθερία με την ηθική, την πνευματική καταξίωση του ανθρώπου και τη γνώση των ψυχοσωματικών του δυνατοτήτων. Με την εργασία, ο άνθρωπος πνευματικά ανοίγει νέους ορίζοντες, καλλιεργεί το νου του, τον μαθαίνει να σκέφτεται και να δρα κοινωφελώς και απελευθερωμένος από προκαταλήψεις και πατροπαράδοτες δεισιδαιμονίες να χαράσσει την κοινωνική του πορεία, να προνοεί για το μέλλον και να ονειρεύεται πώς θα υλοποιήσει τα σχέδιά του.
Εάν το δούμε, τέλος, από ηθικής πλευράς, είναι πανθομολογούμενο πως ο άνθρωπος, που βλέπει την εργασία ως κοινωφελή προσφορά κι όχι σαν μέσο κερδοσκοπίας εις βάρος των άλλων ή κοινωνική «αγγαρεία» εις βάρος του ίδιου, χαίρεται να προσφέρει. Έτσι, λεύτερος από πάθη, που, ίσως, τον κρατούν σε απόσταση από τους άλλους, εργάζεται με πυξίδα την κοινωνική ελευθερία, η οποία, με τη σειρά της, φέρνει, έπειτα, στον καθένα μας την προσωπική του ελευθερία…

Περί Αρετών και Κινήτρων

Ίσως κάποιοι πουν ότι τα χρήματα, η επίγεια εφήμερη δόξα και η αιώνια υστεροφημία εμπνέουν ένα ζωγράφο να φτιάξει έναν πίνακα, κάποιον ποιητή να σκαρώσει ένα ποίημα, έναν ηθοποιό να πετύχει στο ρόλο που καλείται να υποκριθεί. Θα διαφωνήσω μεταξύ τους, όχι γιατί δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως κίνητρα τα προαναφερόμενα όλα μαζί ή ένα απ’ αυτά, αλλά επειδή, προσωπικά, νομίζω πως το ομορφότερο και το ακατάλυτο κίνητρο, για να μεγαλουργήσει ένας καλλιτέχνης ή λογοτέχνης είναι – παρά τις πίκρες του – ο αγνός και ανιδιοτελής έρως, ο οποίος χαρίζει στους ερωτευμένους ένα «αλεξικέραυνο και ουράνιο τόξο» τους χειμώνες και έναν ολόλαμπρο «ήλιο» τα καλοκαίρια ως πηγές έμπνευσης…
Ποιες, όμως, αρετές θα βοηθήσουν τους ανθρώπους της εποχής μας να βρουν κίνητρα, για ν’ αγωνίζονται να προκόψουν στον προσωπικό και τον κοινωνικό τομέα, αλλά και να τους γεμίσουν με όρεξη για τη ζωή και καλλιτεχνική «ευαισθησία» και, συνάμα, να τους κάμουν εραστές και λάτρεις του ωραίου; Τι θα μπορούσε ως παρόρμηση να «σπρώξει» τους σημερινούς ανθρώπους ν’ αποδιώχνουν μακριά κάθε «κακογουστιά και ασχήμια», που ανυπόφορη έχουν, πλέον, καταντήσει την καθημερινή μας ζωή;
Τα ερωτήματα δεν είναι και τόσο εύκολα και δεν απαντώνται με βιασύνη. Πρέπει να συνυπολογίσουμε, πρώτ’ απ’ όλα, τις ιδιαιτερότητες της εποχής μας και, κατόπιν, τα ξεχωριστά γνωρίσματα της κάθε προσωπικότητας και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας, στην οποία ζούμε και εργαζόμαστε μαζί με τους συνανθρώπους μας. Κι αυτό αποχτά ξεχωριστή σημασία, εάν σκεφτούμε πως διαφορετικά κριτήρια χρησιμοποιούν, για να (προσδι)ορίζουν την προκοπή διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες και προσωπικότητες.
Κατόπιν, ας ξεχωρίσουμε τις αρετές, με τις οποίες, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είμαστε προικισμένοι καθημερινά, σε ψυχικές, πνευματικές και ηθικές, προκειμένου να βρούμε μιαν «κοινή συνιστώσα» ανάμεσα στα κριτήρια, που ίσως χρησιμοποιήσει ο μέσος άνθρωπος, Έλληνας ή ξένος, άντρας ή γυναίκα, νέος ή μεγάλος σε ηλικία, πλούσιος ή φτωχός, μορφωμένος ή απαίδευτος, για να τις καθορίσει.
Έτσι, ψυχικές αρετές καλώ όσες αναφέρονται στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου και είναι αναγκαίες , έτσι νομίζω τουλάχιστον, να του προσφέρουν γαλήνη και να δημιουργήσουν πρόσφορο έδαφος για την εκτίμηση, τη συμπάθεια, τη φιλία, την αγάπη και τον έρωτα. Αναφέρομαι στην ψυχραιμία, στο θάρρος, στο ζήλο και τον ενθουσιασμό για εργασία και προσφορά, στην καρτερικότητα, στην υπομονή και επιμονή, στην αποβολή του άγχους κ.α..
Έπονται οι αποκαλούμενες πνευματικές αρετές, που συνίστανται, μεταξύ άλλων, στη διορατικότητα, την ευστροφία, τη φαντασία, την ικανότητα πρόληψης και σύλληψης επίκαιρων ιδεών, την ανανέωση της ιδεολογικής «φαρέτρας», την έλλειψη εφησυχασμού. Θα αναφέρω, στο παρόν σημείωμα, ως ηθικές αρετές την αξιοπρέπεια, την υπευθυνότητα, την ανθρωπιά, το ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο, την κοινωφελή άσκηση ενός επαγγέλματος κι απορρίπτω τον καταστροφικό θυμό, τη ζημιογόνα ζήλια, τον τυφλό φανατισμό και την αβάσιμη αντίδραση για την αντίδραση.
Στον επίλογό μας, λοιπόν, προτείνονται όχι αυτοπεριθωριοποίηση, μα συμμετοχή στα κοινά, όχι αδρανοποίηση, μα λήψη κοινωνικών πρωτοβουλιών, συνεργασία με όσους μας περιβάλλουν (οικογένεια – κοινωνία), διάλογος και αλληλοκατανόηση – αλληλοβοήθεια και στις καλές μέρες και στις δύσκολες στιγμές… εάν θέλουμε να βρούμε κίνητρα και ν’ αγωνιζόμαστε, αδιάκοπα και εκούσια, για ατομική προκοπή και κοινωνική ευημερία!

Περί Αποπροσανατολισμού

Για να σχηματίσει ο άνθρωπος, ως πολίτης, «προσωπική γνώμη» για τα καθημερινά «δρώμενα», φροντίζει, συνήθως, να διασταυρώνει τις διάφορες πληροφορίες, που συλλέγει από παντού. Δεν είναι, όμως, εύκολο αυτό, γιατί πολλοί φροντίζουνε να τον παραπληροφορούν με «θελξικάρδια» μηνύματα ή να τον κατακλύζουν με «αχρείαστες» πληροφορίες, για να τον αποπροσανατολίσουν και να τον κρατούν «δέσμιό» τους.
Η προσπάθεια αποπροσανατολισμού της Κοινής Γνώμης δεν είναι, πάντοτε, φανερή, μήτε οφείλεται στους ίδιους, πάντα, λόγους. Συνήθως, σχετίζεται με την πρόθεση των «πλανευτών» να στρέψουν αλλού τα βλέμματα του κόσμου και να τον κάνουν να μην ασχολείται με ό,τι, πιθανόν, θα τους έφερνε σε «δύσκολη θέση»• π.χ., οι πολιτικοί δεν θέλουνε ν’ ανακατεύεται «στα πόδια τους», δηλαδή στα κέντρα λήψης των σημαντικών κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων, τα ιερατεία δεν επιθυμούνε, μεταξύ άλλων, την «ανάμειξη» των πιστών στην ερμηνεία των θεολογικών δογμάτων, οι οικονομικά δυνατοί δεν επιδιώκουν τη συμμετοχή του λαού στη διανομή των ωφελημάτων μιας ορθολογικής οικονομικής διαχείρισης.
Ο έμμεσος αποπροσανατολισμός της Κοινής Γνώμης συνδέεται με την προπαγάνδα και με την εσκεμμένη «παραποίηση» της πραγματικότητας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία, αντί να φροντίζουνε να οξύνουνε το κοινωνικοπολιτικό κριτήριο των ακροατών, των αναγνωστών και των τηλεθεατών, δεν παρουσιάζουνε καμιά πληροφορία της καθημερινής ζωής «ατόφια και καθαρή», χωρίς σχολιασμό δηλαδή, να την κρίνει, όπως θέλει ή – λόγω της «παιδείας» του – μπορεί ο κάθε πολίτης.
Γράφοντας «κοινωνικοπολιτικό κριτήριο», εννοούμε, πασιφανώς, τον τρόπο, με τον οποίο ο καθένας μας προσλαμβάνει όσα γίνουνται, κάθε μέρα, γύρωθέ του και σχετίζουνται άμεσα και έμμεσα, με την πολιτική και την κοινωνία, τους θεσμούς και τις αξίες, τους γραπτούς και άγραφους νόμους και κανόνες, οι οποίοι ορίζουνε και προσδιορίζουνε τα όρια της θεμιτής κοινωνικής συμβίωσης.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δε θα πρέπει ν’ αποπροσανατολίζουνε την Κοινή Γνώμη, σε μιαν εποχή σαν τη σημερινή, που όλα αλλάζουν μ’ απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Αντ’ αυτού, οφείλουνε να λειτουργούνε ως ψυχοσώστρα και κοινωφελής πηγή γνώσης. Να διευκρινιστεί, όμως, τωραδά, ότι «γνώση», μέσα στο σημερινό κοινωνικοπολιτικό «περιβάλλον» παγκοσμίως, είναι κι η αντικειμενική πληροφόρηση, αλλά, κυρίως, το να γνωρίζει κανείς κάτι μετά από προσωπική εμπειρία, προερχόμενη από μελέτη, άσκηση, σπουδές• την ίδια ώρα, «ψυχοσωτήριο» θεωρώ οτιδήποτε λυτρώνει την ανθρώπινη ψυχή από τα καθημερινά της βάσανα, χωρίς, όμως, ποτέ να την αποπροσανατολίζει.
Κανείς, όμως, δεν πρέπει να δέχεται, αναντίρρητα, όσα του παρέχουν ως «ατόφια» οι πολιτικοί, ο κλήρος και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και να ξεχνά τα υπαρκτά του προβλήματα, φανατισμένος ή γινόμενος «τυφλό» υποχείριο των κρατούντων ή «θύμα» της προπαγάνδας των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Για να μην αμυνθεί έναντι του αποπροσανατολισμού ο πολίτης, οφείλει να ακούει, να διαβάζει προσεχτικά, να κρίνει, να διακρίνει και, στο τέλος, μόνος του να επιλέγει τον τρόπο, με τον οποίο θα επιλύσει τα καθημερινά του προβλήματα, επιδιώκοντας ή όχι τη συνεργασία με τους συνανθρώπους μας.

Περί θελξικάρδιων

Καθημερινά, συναντάς πολλούς και διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Μια από τις αληθινά αξιοπρόσεχτες περιπτώσεις είναι όσοι άνθρωποι προσπαθούν να θέλξουν το ενδιαφέρον των άλλων, λέγοντάς τους πράγματα ευχάριστα, μα όχι αληθινά. Κατά κόρον, στην κατηγορία αυτή εντάσσουνται οι πολιτικοί, ιδίως δε στις προεκλογικές περιόδους, για ψηφοθηρικούς, ως επί το πλείστον, λόγους• δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε και τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, που καταφεύγουνε σε «θελξικάρδια» τρυκ, για να μαγέψουνε, να συγκεντρώσουνε τα βλέμματα των τηλεθεατών.
Ας σταθούμε, λοιπόν, λίγο περισσότερο, στα τηλεοπτικά μέσα και τη «σαγήνη», που προσπαθούν να ασκήσουνε στην κοινωνία, όχι μόνο την ελληνική, αλλά και παγκοσμίως. Μια από τις μεθόδους, στην οποία καταφεύγουν συχνότατα, είναι και η μεγιστοποίηση των «ελάχιστων», κάνοντάς τα να φαίνουνται «τραγωδίες» και αποδίδοντας σημασία στα «ανύπαρκτα και τα ασήμαντα».
Να το εξετάσουμε αυτό πιο προσεχτικά: Παρουσιάζουνται απλά, συνηθισμένα πράγματα ως φοβερά, εξωφρενικά και εξωπραγματικά• στον αντίποδα, άλλα γεγονότα, που έπρεπε να αντιμετωπιστούνε με περισσότερο σεβασμό προς τους πρωταγωνιστές τους και τους τηλεθεατές προσπερνιούνται με απίστευτη ταχύτητα και αφροσύνη.
Επιλέγουνται και προβάλλουνται θέματα ναι μεν, που ενδιαφέρουνε την Κοινή Γνώμη, αλλά υπό την οπτική γωνία, που δε θα «πλήξει» τους κρατούντες σύμφωνα με τα κρατικοδίαιτα κανάλια, μα και τα «παράπονα» των πολιτών θα βγάλουν «θέμα, που θα πουλήσει και θα φέρει και υλικό κέρδος» για τους ιδιωτικούς σταθμούς.
Κι αν κάτι πρέπει να εκλείψει το συντομότερο, εάν θέλουμε ν’ αλλάξει η σημερινή «νοοτροπία», είναι η (εσφαλμένη) αντίληψη ότι «θελξικάρδια, χρήσιμη» και πλειστάκις προβαλλόμενη είδηση είναι μια ανθρώπινη «τραγωδία». Μόλις αντιληφθούμε ότι η καθημερινότητα έχει να μας τροφοδοτήσει και πραγματικά όμορφες και ευχάριστες, αν και λιγότερο κερδοφόρες για τα δημόσια και ιδιωτικά μέσα μαζικής επικοινωνίας, ειδήσεις, σαν το κοινωφελές έργο και τα επιστημονικά επιτεύγματα φορέων ή μεμονωμένων συνανθρώπων μας, θα φροντίσουμε να μην προβάλουνται από σπανίως έως καθόλου στους δέκτες μας, αλλά να ‘ν’ οι ταγοί μας στα καθημερινά πανανθρώπινα προβλήματα, κόντρα στον κάθε λογής και πανταχόθεν επιχειρούμενο «αποπροσανατολισμό» απ’ αυτά.

Περί Ψυχής και Αναστήματος

16.1. Πολλοί άνθρωποι, καθημερινά, μολονότι τρέφουνται κανονικά από τη βρεφική τους ηλικία και δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα ανίατα με τη σωματική τους υγεία, είναι βραχύσωμοι, κοντύτεροι έναντι των αποδέλοιπων συνανθρώπων τους. Και τούτο δεν αλλάζει, παρά μόνον με τη λήψη παραφυσικών βιταμινών και ανθυγιεινών, κατά τα λοιπά, δυναμωτικών θεραπειών.
16.2. Κάποιοι άλλοι, λιγότεροι, ευτυχώς, από τους προηγουμένους, αποδεικνύουνται, με τα λόγια και με τις πράξεις τους, καθημερινά πιο κοντοί ηθικά, ακόμη κι από το φυσικό τους ανάστημα. Και τούτο δεν αλλάζει ποτέ, όσα δυναμωτικά και «ανυψωτικά» κι αν πάρουν!
16.3. Και το φυσικό ανάστημα δεν είναι ενδεικτικό του χαραχτήρα αντρών ή γυναικών, εάν ανατρέξουμε στην παγκόσμια και την ελληνική ιστορία, στο πέρασμα των αιώνων. Το ηθικό, όμως, ύψος είναι ό,τι οφείλεται να ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα και το νοήμονα άνθρωπο απ’ τους άμυαλους συνανθρώπους του.
16.4. Πριν προχωρήσει η αφήγησή μας, να διευκρινιστεί ένα καίριο σημείο: Το φυσικό ανάστημα μπορεί να κληρονομείται από τη μια γενιά στην επόμενη ή, έστω, στη μεθεπόμενη και να χαραχτηρίζει πολλούς ανθρώπους , ενώ το ηθικό ύψος είναι ίδιον του κάθε ανθρώπου χωριστά και δεν κληροδοτείται ποτέ, μήτε θεωρείται δεδομένο για κάποιον, που προέρχεται από συγκεκριμένο «τζάκι ή σόι».
16.5. Πέρα απ’ το ηθικό ανάστημα, ένα άλλο, εξίσου σημαντικό, διακριτικό γνώρισμα είναι η χρήση της καρδιάς• η καρδιά, όχι μόνο ως βασικός τροφοδότης της ζωής, αλλά και ως πομπός και δέκτης αληθινής αγάπης, βοηθά τον άνθρωπο να έρθει κοντά στους συνανθρώπους του και να ξεχωρίσει στον καθημερινό αγώνα της συμβίωσης και της επιβίωσης. Μα ας ξαναγραφεί, το μέγεθος της καρδιάς δεν εξαρτιέται απ’ το μπόι ενός ανθρώπου ποτέ…
16.6. Λένε συχνά ότι τα άψυχα, τα σταθερού και κάποτε διά ανθρώπινου χεριού μεταβληθέντος ύψους, δεν επηρεάζονται από άλλους εξωγενείς παράγοντες ή το χρόνο, αλλά μένουν άκαμπτα και ανέκφραστα. Αποδίδουνε τούτη τη δοξασία τους στο ότι κάθε ον χωρίς ψυχή δεν συγκινείται, δεν χαίρεται, δεν λυπάται, δεν συμπάσχει και δεν φθείρει τον εσωτερικό του κόσμο σε εφήμερες σκοτούρες, που, συνήθως, «κατατρώγουνε» τον άνθρωπο και όλα τα έμψυχα• έχουν, όπως αποδεικνύεται από την αδέκαστη καθημερινότητα, δίκιο.
16.7. Κάποιοι άλλοι λένε ότι κι όλα τα έμψυχα όντα δεν εκφράζονται ή δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Επηρεάζεται από το χώρο και το χρόνο και το ανθρώπινο «περιβάλλον» και τις «περιρρέουσες» ιδέες μιας κοινωνίας. Σωστό κι αυτό.
16.8. Αλλά η αγάπη, όμως, ως κινητήριος δύναμη, ωθεί τον άνθρωπο, ανεξάρτητα απ’ το ύψος του, ν’ αγωνίζεται, καθημερινά ως άτομο, να προσφέρει σαν αρχαίος «υποκριτής» (: ηθοποιός) , ανιδιοτελώς όλα εκείνα, που – αν και, κάποια στιγμή, τον πληγώνουνε και τον κάνουνε να δακρύζει κρυφά ή να «ξεγυμνώνεται» δημοσίως – δίδουνε χαρά στο περιβάλλον του. Απ’ την άλλη, όταν αναφερόμαστε στο κοινωνικό σύνολο, η – χωρίς να «κρεμόμαστε» από το φυσικό ανάστημα το δικό μας ή των συνανθρώπων και συναγωνιστών μας – αγάπη για το συνάνθρωπο και την πατρίδα, η πίστη στις αρχές και τις αξίες της κοινωνικής συμβίωσης, η προς αναζήτηση της αλήθειας και της ηθικής κριτική αμφισβήτηση της πατροπαράδοτης παιδείας πρέπει να ‘ναι οι στόχοι του διαρκούς αγώνα όλων μας, δίχως να μας καταντούν, για «ευνόητους λόγους», τυφλούς από φανατισμό, από φιλαργυρία και εφήμερη θεσιθηρία τα κάθε λογής ιερατεία και οι κοινωνικοπολιτικοί κρατούντες…

Περί Σώματος και Ψυχής

Καθημερινά, όλοι οι άνθρωποι έχουνε ν’ αντιμετωπίσουνε κάθε λογής Σειρήνες και Λωτοφάγους, που «εισβάλλουνε» στην ψυχή τους και επιδιώκουνε να παρεκκλίνουνε, χάριν πρόσκαιρων «πειρασμών» (αρχομανία, φιλοχρηματία, «φήμη», φιλαυτία), τους θνητούς απ’ το δρόμο και τον προορισμό τους.
Το ανθρώπινο σώμα και η ζωή, που σχετίζεται μ’ αυτό, είναι εφήμερα, φθαρτά και «δανεικά» απ’ τον Πλάστη προς τους γήινους. Η ψυχή μας είναι άφθαρτη και αθάνατη, δοσμένη κι αυτή απ’ το Θεό• κάποιοι λένε ότι η ψυχή των ανθρώπων είναι ο αιώνιος, ο αρραγής και αληθινός καθρέφτης της ζωής. Ό,τι μας περιβάλλει είναι πρόσκαιρο, ψεύτικο και φθαρτό. Άρα, όποιος έχει την ψυχή του ως οδηγό στην καθημερινή ζωή δεν έχει να φοβάται ποτέ τίποτα.
Όλοι το ξέρουνε και τρέχουνε, για να ικανοποιήσουνε τις ανάγκες του σώματος, να προλάβουνε να ζήσουνε, να κερδίσουνε χρήματα και δόξα, να αγαπήσουνε και ν’ αγαπηθούν. Ο άνθρωπος είναι, στην ψυχή, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» του Θεού Δημιουργού του• δεν γίνεται, όμως, ποτέ θεός, αν και ένθεος, γιατί εξαρτάται από τον ίδιο το κατά πόσο, στο καθημερινό του τρέξιμο, λαβαίνει ή όχι φροντίδα για την ψυχική και την πνευματική του καλλιέργεια, για το εάν αφήνει χώρο μέσα του για την Αγάπη, την Αρετή και τη Σύνεση. Από τον ίδιο, όπως λέει κι ο Επίκουρος, εξαρτάται αν δυστυχεί και παγιδεύεται στη μιζέρια ή αν βρει το νόημα της ζωής και τη Χαρά• όταν ο άνθρωπος δεν νοιάζεται για την Εγκράτεια, τη Λιτότητα και την Αυτάρκεια, δεν φτάνει στην Αρετή και, νομίζω, δε ζει μια χαρούμενη ζωή, όση Ελευθερία κι αν έχει.
15.4. Στα οργανωμένα κοινωνικά σύνολα, ο μεμονωμένος άνθρωπος δεν πρέπει, φρονώ, να υποτάσσει αναντίρρητα την προσωπική του Βούληση στη συλλογική επιθυμία, για να κερδίζει ως αντάλλαγμα την προάσπιση της Ελευθερίας του. Η Δικαιοσύνη και η Φιλανθρωπία, κατά τους Στωικούς, είναι οι δύο βασικοί όροι του κοινωνικού βίου. Μάλλον σαν το Σολομώντα των Ιουδαίων, αντί για πλούτη και δόξα, ο άνθρωπος , ως Αριστοτελικό κοινωνικό ον, οφείλει να ζητά απ’ το Θεό τη Σοφία, επειδή θα τον βοηθήσει να βρει το μέτρο, να ‘ναι λεύτερος και να καταλάβει καλύτερα – πέραν των βασικών κανόνων της βιογενετικής – και «[…] αρχικά ότι η ψυχή είναι το πιο αρχαίο από τα όντα που συμμετέχουνε στη γέννηση, ότι είναι αθάνατη και ότι κυβερνά όλα τα σώματα, επομένως, ότι υπάρχει στ’ άστρα μια Διάνοια που κυβερνά τα όντα» (Πλάτωνος, «Νόμοι»).
15.5. Πολύς λόγος, καθημερινά, στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή των ανθρώπων γίνεται για περηφάνια και υποκρισία. Περηφάνια, θαρρώ, είναι να κλαις χωρίς δάκρυ και δίχως όλοι να σε βλέπουνε, μα λίγοι να σε καταλαβαίνουνε. Υποκρισία και μάλιστα ανείπωτη είναι να γελάς μπροστά είτε σε λίγους, είτε σε πολλούς μα βροντόφωνα και όλοι να καταλαβαίνουμε ότι κάτι έχεις πίσω από τον πάταγο να κρύψεις, επηρεασμένος από μιαν τύχη ή ατυχία.
15.6. Η (πρόσκαιρη) τύχη ή ατυχία, η (εφήμερη) επιτυχία ή αποτυχία, που σχετίζουνται άρρηκτα με το βαθμό εκπλήρωσης των σωματικών αναγκών, δεν (πρέπει να) «στιγματίζουνε», νομίζω, με «ανεξίτηλο μελάνι» τη ζωή των ανθρώπων, αντιπαραβαλλόμενα με την εσώψυχή τους σύσταση. Ο κόσμος που βλέπομε και αγγίζομε είναι μια «εικόνα» (Πλάτωνος «Τίμαιος»), «απομίμηση» της Αλήθειας και των Ένδον μας και η γνώση και η μάθηση είναι ανάμνηση της ψυχής από το αποθεματικό της, μα ποτέ το αντίγραφο δεν είναι της ίδιας αξίας με το πρωτότυπο. Έτσι, οι ανθρώπινες ψυχές – ρυθμιστές του τρόπου ζωής και σκέψης μας, καθώς συγγενεύουνε στενά και με το νοητό και με τον ορατό κι απτό κόσμο – επηρεάζουνται, βεβαίως, από τα έξωθεν «ερεθίσματα» και από το πώς τα προσλαμβάνουνε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά αυτές κατευθύνουνε τη ζωή μας. Συνεπώς, ας αρνηθούμε πως η επίγεια σωτηρία της ανθρώπινης ύπαρξης και η καταδίκη της στην αφάνεια σχετίζουνται αποκλειστικά με ανέκκλητες πράξεις, εφόσον όλα τα γύρωθέ μας, πλην της ψυχής, είναι ολιγόζωα και ευμετάβολα.
15.7. Η ανάγκη να συνεννοηθεί και να επικοινωνήσει με τους όμοιούς του και συνανθρώπους του οδήγησε τον άνθρωπο να δημιουργήσει τις γλώσσες και τη γραφή με τα γράμματα και τους αριθμούς• η ανάγκη να μετακινήσει τον εαυτό του και τα υλικά αγαθά τον έσπρωξαν να βρει τον τροχό και η ανάγκη να ζήσει καλύτερα και να ξεχωρίσει του γέννησε την ιδέα της χρήσης της κατοικίας, της φωτιάς, του νερού, του ξύλου και των μετάλλων στο πέρασμα των χρόνων και τον έφερε να δρέπει τις «δάφνες» ενός ανεξάρτητου σ’ ό,τι αφορά την ψυχική καλλιέργεια και την εκπλήρωση των σωματικών – βιολογικών του αναγκών απ’ τα υπόλοιπα ζώα δρόμου και … πνευματικού και τεχνολογικού πολιτισμού. Σήμερα, ποια, ψυχική ή σωματική, ανάγκη, τάχα, θα σπρώξει το ανθρώπινο είδος σ’ ένα ακόμη βήμα πιο μπροστά;

Περί Πρόνοιας

Πρόνοια καλείται η εκ των προτέρων φροντίδα, η έγκαιρη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση μιας επερχόμενης κατάστασης. Σχετίζεται με τη διορατικότητα, δηλαδή με το έμφυτο γνώρισμα κάποιων ανθρώπων να διαισθάνονται πότε πρόκειται να συμβεί κάτι και να λαβαίνουν έγκαιρα προφυλάξεις ή αποφάσεις σχετικά μ’ αυτά.
Έχουμε όλοι συνηθίσει, καθημερινά, να μιλούμε και να γράφουμε για τριών ειδών πρόνοια: τη θεία, την κρατική ή κοινωνική και την ατομική ή ιδιωτική. Και τα τρία είδη, κατά την κοινή γνώμη, αφορούν , μ’ ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο τρόπο, όσα απασχολούν ή πρόκειται ν’ απασχολήσουνε την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ως ατόμων μεμονωμένων κι ως οργανωμένων μελών μιας ευνομούμενης συγκέντρωσης ανθρώπων ή κοινωνίας…
Η θεία πρόνοια είναι η μέριμνα και η αγάπη του οποιουδήποτε θεού προς τους πιστούς σ’ αυτόν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά. Διακρίνεται απ’ τα δύο επόμενα είδη, γιατί είναι «πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα» κατά τη χριστιανική αντίληψη και – μολονότι η θεολογία, ο Ζευς, το Ισλάμ, ο Βούδας, ο Ζωροάστρης, ο Χριστός μοιάζουνε διχαστικά «κατασκευάσματα», που στρέφουνε την εύνοιά τους μόνο προς τους δικούς τους οπαδούς – απευθύνεται σ’ όλη την ανθρωπότητα, χωρίς εξαιρέσεις, όπως κι η οργή των θεών δεν κάνει ρατσιστικές διακρίσεις, όσες φορές «πλήττει» τους ανθρώπους. Δηλαδή, όπως δεν έχουμε ιδεί το θεό των Χριστιανών να προνοεί και να διασώζει από πλημμύρες λογουχάρη τους πιστούς του μονάχα και ν’ αφήνει ανελέητους τους μουσουλμάνους της διπλανής γειτονιάς, όμοια και δεν τιμωρεί μόνον όσους χριστιανούς παρέβησαν τις θεϊκές επιταγές για τη με ανιδιοτελή αγάπη συνύπαρξη των ανθρώπων, αλλά και τους ασεβείς βουδιστές.
Η κρατική ή κοινωνική πρόνοια σχετίζεται άρρηκτα με την έννοια του κράτους, της κοινότητας και της κοινωνίας. Η κοινότητα και η κοινωνία ορίζουν κανόνες και το κράτος ψηφίζει νόμους για το καλό των πολιτών• λαμβάνουνται μέτρα για την αρμονική κοινωνική συμβίωση και για τη συλλογική προκοπή και την οικονομική ευημερία. Αρκεί, βεβαίως, οι διαχειριστές της εξουσίας να σέβουνται τον κάθε πολίτη, να μην είναι αλαζόνες και να επιδιώκουν, έγκαιρα, διάλογο και συναίνεση για τα προς λήψη μέτρα.
Η ατομική ή ιδιωτική πρόνοια συνδέεται με την προσωπική ζωή των ατόμων. Ξεχωρίζει δε απ’ τις άλλες δυο, γιατί «όλο το βάρος πέφτει στον άνθρωπο», ο οποίος καλείται να «προσμετρήσει» τα επακόλουθα των σκέψεων και των πράξεών του και να υπολογίζει όλες τις «παραμέτρους» τους, προτού επιλέξει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά δική του έναντι όσων τον περιβάλλουνε.
Μ’ άλλα λόγια, η από πρωτύτερα σκέψη και φροντίδα για τα μελλούμενα σ’ ό,τι αφορά την καθημερινή ανθρώπινη ζωή δεν είναι μόνο ευθύνη των θεών. Επειδή, όμως, αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και καθώς όλα, στη ζωή μας, εξαρτώνται το ‘να απ’ το άλλο, απαιτείται, όταν καλούμαστε, ως κρατούντες ή στην ιδιωτική μας ζωή, να χαράξουμε το μέλλον και να σχεδιάσουμε τις πράξεις μας, να ‘μαστε ειλικρινείς και να πατάμε σε ρεαλιστικές βάσεις. Αλλιώς, οτιδήποτε σκεφτόμαστε ή πράττουμε χωρίς να στηρίζεται σε γερά και αληθινά θεμέλια είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει σύντομα και κάθε μέτρο να ‘χει περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, άσε δε που, ως μη αποδεχτό απ’ τους συνανθρώπους μας, θα ‘ναι και αναποτελεσματικό, αφού θα εξυπηρετεί μεμονωμένα συμφέροντα, δίχως να προάγει και να υπερασπίζει το κοινό καλό.

Περί Αλήθειας

«Αν δεν είσαι ειλικρινής, δεν πείθεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε τους άλλους…». Η παραπάνω φράση βρίσκει πεδίο εφαρμογής και δράσης σ’ όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής. Τόσο στην προσωπική – ιδιωτική ζωή των ατόμων, όσο και όταν αυτά αναμειγνύονται στους κόλπους μιας οργανωμένης και ευνομούμενης κοινωνίας και πολιτείας ως ενεργά και δραστήρια μέλη της.
Στην καθημερινή ζωή, οσάκις έχουμε την ειλικρίνεια οδηγό και χρήσιμο σύμβουλο, αντιμετωπίζουμε όσα μας συμβαίνουν με θάρρος και αποφασιστικότητα. Ταυτόχρονα, προτάσσοντας την αλήθεια, οι κάθε λογής σχέσεις συνύπαρξης και συνεργασίας μεταξύ των ανθρώπων είναι, νομίζω, φανερές και ξεκάθαρες, χωρίς υποκρισίες και δόλο.
Η ορθή αλήθεια δεν είναι μία και μοναδική για καθετί. Εξαρτάται από ποιον την λέγει, σε ποιους την λέγει, πότε και γιατί την λέγει. Έτσι, καλόν είναι να ‘μαστε επιφυλακτικοί εφόσον για τα πολιτικά πράγματα, αν και όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μεταξύ τους και όλοι έχουν το δικαίωμα να εκφέρουν τη γνώμη τους ελεύθερα, έχει επικρατήσει από παλιά να θεωρείται περισσότερο σωστή η γνώμη των πολιτικών, ακόμη κι αν λένε ψέματα, για να παραπλανήσουν το λαό να τους ακολουθήσει. Εξίσου, όμως, προσεχτικός ο πολύς κόσμος δε θα ‘πρεπε να ‘ναι όταν τη γνώμη των ζωγράφων ζητάει για τους ζωγραφικούς πίνακες και των μουσικών για τα μουσικά έργα; Το μέγα, εντούτοις, λάθος, που – αλίμονο! – διαπράττουμε όλοι καθημερινά πώς επιτρέπουμε τους αγρότες να μας νουθετούν για θέματα… ναυσιπλοΐας και ναυτικούς να μας προτρέπουν σε … γεωργικές επιχειρήσεις!
Αλήθεια, που την ξέρει μόνον έναν δεν λογαριάζεται για πραγματική, μήτε θα βοηθήσει τον άνθρωπο να βρει το μονοπάτι το σωστό. Η αλήθεια, όμως, που – καθώς κηρύττεται στις ανθρώπινες κοινωνίες – αμφισβητείται, δοκιμάζεται η ισχύς της κι αποχτά φίλους και αντιπάλους, διαφέρει από τη γεμάτη προκαταλήψεις και αμετακίνητη αυθεντία.
Δε χρειάζεται, όταν μιλάς, να στολίζεις το λόγο σου με στολίδια περιττά και ψεύτικα, μήτε να φοβάσαι πως πρέπει οπωσδήποτε να πείσεις το συνομιλητή σου. Αρκεί ν’ αφήσεις τη σκέψη σου λεύτερη κι αφτιασίδωτη να βγει, όπως γεννήθηκε στην ψυχή σου. Τότε, θα βγει στο φως και θα λάμπει, χωρίς περιορισμούς, και η αλήθεια.
Η ειλικρίνεια θα ‘πρεπε να διέπει τις σχέσεις των πολιτικών με το λαό, όχι μονάχα στη διάρκεια των προεκλογικών τους εξαγγελιών, αλλά και κατά την άσκηση της εξουσίας και τη λήψη μέτρων ή τη θέσπιση νόμων, που αφορούν τις κοινωνικές σχέσεις. Για να επιτύχουν, κατά τη γνώμη μου, οι πολιτικοί τη λαϊκή συναίνεση και συγκατάνευση σε καίρια ζητήματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, οφείλουν να ‘ναι ειλικρινείς προς τα λαϊκά στρώματα, που, γνωρίζοντας, επακριβώς και ανά πάσα στιγμή, ό,τι συμβαίνει, θα κρίνουν αντικειμενικά εάν πρέπει να συμπαραταχτούν με τους πολιτικούς.
Η συναδελφοσύνη, η αγάπη, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια είναι, ανέκαθεν, απαραίτητες στους χώρους των εργαζομένων. Έτσι, πετυχαίνονται η αναγνώριση και ο σεβασμός των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η συμπαράσταση μεταξύ των μελών του ίδιου συνόλου (αγροτών, εργατών, υπαλλήλων), που, κατόπιν, σαν μια γροθιά, διεκδικούν τα δικαιώματά τους απ’ τους οικονομικά ισχυρούς και τους πολιτικά κρατούντες. Για να επιτευχθεί, όμως, η συναδελφοσύνη μ’ όλα της τα πλεονεκτήματα, πρέπει, θαρρώ, να υπάρχει ειλικρίνεια μεταξύ των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, ενώ ταυτόχρονα η αλήθεια στις σχέσεις εργοδοσίας – εργατικής τάξης δίνει κίνητρα απρόσκοπτης συμμετοχής στην παραγωγική διαδικασία και σημαντική ώθηση στην εθνική οικονομία, με την αγαστή και τίμια συνεργασία και σύμπραξη όλων των εμπλεκομένων.
Η αλήθεια, επίσης, είναι καλό να χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των φίλων και των ερωτικών συντρόφων, εάν θέλουν η αγάπη και η εμπιστοσύνη τους να έχουνε στέρεες και υγιείς βάσεις και η σχέση τους να διατηρηθεί μακροχρόνια και αλώβητη. Επιπλέον, νομίζω πως η ειλικρίνεια οφείλεται να ‘ναι ο στυλοβάτης των δεσμών, που συνδέουνε τόσο τους γονείς με τα παιδιά τους, αλλά και τους δασκάλους με τους μαθητές τους, εφόσον αυτές οι δυο κατηγορίες σχέσεων είναι απ’ τις θεμελιώδεις σε μιαν ανθρώπινη κοινότητα…
Και, κλείνοντας, θεωρούμε ότι δύο πράγματα δεν θα πρέπει ποτέ ν’ αποτρέπουν τους ανθρώπους απ’ το να λένε πάντα και να βροντοφωνάζουν την αλήθεια: Η πίκρα, που μπορεί να σκορπίζει, κι ο φανατισμός, που μπορεί να «μολύνει» τα χείλη κάποιων και να «σφραγίζει» τ’ αφτιά άλλων!

Περί Μοναξιάς

Στις μεγαλουπόλεις όλου του κόσμου, ανέκαθεν, μα με ιδιαίτερη έξαρση τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται το φαινόμενο της μοναξιάς, ιδίως μεταξύ των νεαρών σε ηλικία ανθρώπων, μολονότι, λόγω της αστυφιλίας, πολλοί άνθρωποι έχουνε ασφυκτικά συρρεύσει και συγκεντρωθεί στα αστικά κέντρα. Αρκετές και διαφορετικές αιτίες οδήγησαν σ’ αυτό το φαινόμενο και πολυποίκιλες είναι οι λύσεις, που έχουν, από καιρό σε καιρό, προταθεί.
Μπορεί να φταίει η εργασιομανία• πιθανόν, μερίδιο ευθύνης έχουν το άγχος και η έλλειψη ελεύθερου χρόνου• μάλλον, υπόλογος πρέπει να ‘ναι κι η καθημερινή αλλοτρίωση, που έχει εισβάλει παντού πλέον. Ίσως, όμως, να φταίνε όλα μαζύ και προς αυτήν την κατεύθυνση, αντί να τα «απομονώνουμε», να πρέπει ν’ αναζητούμε για όλα μαζύ λύσεις, ωσάν να επρόκειτο για έναν πανίσχυρο «αντίπαλο» και όχι ήσσονες και μεμονωμένους!
Η ζωή, στις μεγαλουπόλεις, εξαρτιέται, σε μεγάλο βαθμό, από τον «ομφάλιο λώρο», που δένει τον νέο από την οικογένειά του. Όταν αποκόβεται απ’ αυτούς και ως «Ίκαρος» προσπαθεί, χωρίς να καεί από τις ηλιαχτίδες, να πετάξει μόνος του, κοιτάζει περισσότερο, βρίσκοντας μιαν προσοδοφόρα εργασία, πώς θ’ αναγνωριστεί ως ανεξάρτητη και αυτάρκης προσωπικότητα• συνάμα, επιδιώκει, με φίλους και ερωτικούς δεσμούς, την όσο γίνεται ανώδυνη αρμονική ένταξή του στον κοινωνικό περίγυρο.
Το «τίμημα» της ανεξαρτησίας από την οικογενειακή στέγη είναι να πέφτεις, εκούσια ή ακούσια, σε οδυνηρά ή ανώδυνα σφάλματα. Το ζητούμενο, όμως, είναι να διδαχτείς από τα λάθη αυτά και να μην υποπέσεις ποτέ ξανά στον ίδιο πόνο.
Και τα «λάθη», που φέρνουν τη μοναξιά στις σύγχρονες κοινωνίες και δεν αφήνουν τον άνθρωπο και δη το νέο να χαρεί τον έρωτα, τη φιλία, την αγάπη, δεν είναι προϊόντα εκούσιας αμυαλιάς ή δειλίας ή ανικανότητας ή ανυπομονησίας του ίδιου του νέου• είναι και οι αγωνιώδεις προσπάθειες, στις οποίες – άθελά τους; – μας παροτρύνουνε γονείς και δάσκαλοι, αλλά μας ωθούν και οι τρέχουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, για επαγγελματική αποκατάσταση και οικονομική αυτοδυναμία. Καμιά φορά, βεβαίως, προηγούμενες μας ελεύθερες επιλογές φίλων ή ερωτικών συντρόφων, οι οποίες μας «πλήγωσαν», στέκουνται κακοί «δάσκαλοι» και μας προτρέπουνε να προτιμούμε τη μοναξιά και την … «ασφάλειά» της, παρά να «ρισκάρουμε» να ξανάρθουμε σ’ επαφή με τον έξω κόσμο, λάθος μέγα!
Η εκούσια μοναξιά, ως προϊόν ελεύθερης βούλησης του ατόμου, είναι πάντα επιθυμητός συμβοηθός μας πριν από σημαντικές αποφάσεις ή μετά από δύσκολες στιγμές. Όταν, όμως, εξαναγκάζεσαι να ζεις μονήρης, τότε και η γαλήνη και η αυτοδυναμία, που, τυχόν, θα σου παρέχει, σου μοιάζουνε αλυσίδες ανήλιαγου κάτεργου και θα νιώθεις πως κανείς δε σε βλέπει, κανείς δε σ’ ακούει, κανείς απολύτως, συμμεριζόμενος τον πόνο σου, δεν πρόκειται να σ’ απαλλάξει από τα δεσμά σου.
Μ’ άλλα λόγια, εάν οι άνθρωποι αγωνίζουνται διαρκώς και μόνο για το ζην και ψάχνουνε την «αυτάρκη αταραξία» τους, βαθμιαία ξεχνούν ότι έχουν και καρδιά, ότι έχουν ανάγκη τη φιλική ή την ερωτική συντροφιά, πως δεν είναι η ζωή τους όλη κρυμμένη πίσω από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, από ένα βιβλίο, από ένα άψυχο, τελοσπάντων, εργαλείο. Η ζωή η αληθινή είναι ωραία, όταν ρισκάρεις να περπατάς σε χιονοσκέπαστες χειμωνιάτικες βουνοκορφές, όταν μοιράζεσαι την άνοιξη το πέταγμα των χελιδονιών και τη μυρουδιά των νιόφαντων λουλουδιών, όταν κολυμπάς, το καλοκαίρι, σε βαθιές απάτητες θάλασσες και όταν αγαπάς πειθαρχώντας στα κελεύσματα της καρδιάς σου και μόνον• η ζωή είναι όμορφη, όταν ξέρεις να μοιράζεσαι ένα ανιδιοτελές χάδι, ένα τρυφερό φιλί, ένα γλυκό λόγο στις δύσκολες ώρες… Και ξέρεις να μοιράζεσαι, όταν μπορείς και να δίνεις.
Και μπορείς να δίνεις, όταν – χειμώνα και καλοκαίρι – έχεις ορθάνοιχτη την καρδιά σου, ασυννέφιαστη, χωρίς άγχος και σκοτούρες, όταν ευχαριστείς τους θεούς για τις δυνάμεις, που σου έδωσαν, και την καρτερία, με την οποία θα σ’ εξοπλίζουν, για να μπορείς να λες και κάποια «όχι» στους «καιροσκόπους», που «εποφθαλμιούν» τη ζωή σου• και μολονότι θα δίνεις συνεχώς, θα σου μένει, διαρκώς, κι απόθεμα ψυχικών και σωματικών δυνάμεων για το απρόβλεπτο μέλλον και τις (πιθανές) δυσκολίες του ...
Όταν, λοιπόν, ορθώνεις το ανάστημά σου σ’ όσους θέλουν να σε «επιβουλευτούν», δεν λυπάσαι με όσα δεν έχεις, αλλά χαίρεσαι για όσα έχεις και ονειρεύεσαι για όσα θες να χαρίσεις, τότε το ρίσκο ν’ αγαπήσεις βρίσκει, πάντοτε, ανταπόκριση, τότε δεν είσαι μόνος, ακόμη κι αν το κέντρο της μεγαλούπολης είναι έρημο και θεοσκότεινο, ακόμα κι αν η οικογένειά σου, οι φίλοι ή ο έρως δεν είναι ευδιάκριτοι κάπου εκεί κοντά. Διαφορετικά, ακόμη κι η πολύβουη πλατεία, εν ώρα αιχμής, σου φαίνεται ολοάδεια, έτσι δεν είναι;

Περί Αγάπης και Έρωτος

Η αγάπη δεν κουράζει. Γαληνεύει και ξεκουράζει. Ο έρωτας δεν βαλτώνει. Ανανεώνει.
Η γαλήνη αναφέρεται στον ψυχικό μας κόσμο και η ξεκούραση στο ανθρώπινο σώμα.
Στον αντίποδα τούτων, η ταραχή και η κόπωση εξουθενώνουνε τον άνθρωπο. Η πρώτη φθείρει το νου και τον τρόπο σκέψης του και η δεύτερη αλλοιώνει τους μηχανισμούς αντίδρασης του ανθρώπινου σώματος στις εξωτερικές αντιδράσεις.
Τα τέσσερα αυτά αισθήματα (γαλήνη ≠ ταραχή, ξεκούραση ≠ κόπωση) επηρεάζουνε και τις σχέσεις του κάθε ανθρώπου με τον εαυτό του πρώτα – πρώτα και μετά, με τους συνανθρώπους του. Στον ξεκούραστο και το γαλήνιο άνθρωπο, η χαρά βρίσκει πρόσφορο έδαφος, ενώ η γκρίνια συντροφεύει τον κουρασμένο και τον (κατα)πιεσμένο. Ο ήρεμος άνθρωπος και όποιος αγαπά ατενίζει το μέλλον και σχεδιάζει γεμάτος αισιοδοξία. Ο κουρασμένος και ο ανέραστος μένει αδρανής και διαρκώς αναβάλλει και τα ήδη σχεδιασμένα.
Η ανανέωση και ο έρως βοηθάνε τον άνθρωπο να ξεφύγει από τα συνηθισμένα, τα γεμάτα πλήξη και ανία της καθημερινής ζωής. Είναι ο νέος, ο διαφορετικός αέρας, η άλλη οπτική γωνία, η δημιουργική επανατοποθέτηση προς ό,τι μας περιβάλλει.
Η πίστη και η εμπιστοσύνη ενδυναμώνουνε τους ανθρώπους. Στην αληθινή αγάπη, το «δούναι – λαβείν» είναι που τους κάνει ευάλωτους μεταξύ τους, αλλά δυνατούς προς τα έξω. Η πραγματική φιλία είναι μια ιδανική μορφή αγάπης, εφόσον, όπως όλοι παραδέχουνται, ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται τους φίλους όχι για να ‘χει κάποιον να ξεσπά στις άσχημες ώρες ή να του επιβάλλει βιαίως τα προστάγματά του, μα για να μπορεί να μοιράζεται με κάποιον τη χειμερινή θερμάστρα και τον καλοκαιρινό ίσκιο, αλλά, κυρίως, για να βρίσκει, μέσα από μια διαφορετική της δικής του γνώμη, τον ίσιο δρόμο, όταν τείνει να ξεστρατίσει.
Στην αληθινή ευτυχία φτάνεις, όταν υποτάσσεις το «εγώ» στο «εμείς», όχι επειδή «πρέπει», αλλά σπρωγμένος από μια δύναμη σαν την αγάπη… Οσάκις η αγάπη κι ο έρωτας αφανίζουνε τα «εγώ» και ενώνουνε τα πρόσωπα έως την αλήθεια, οι άνθρωποι περνούν το κατώφλι της ευτυχίας• αλλιώς, βολοδέρνουνε στις φουσκοθαλασσιές μιας γεμάτης ψεύδη και χωρίς αγάπη ζωής ασκεπείς, γυμνοί και ανυπόδητοι.
Η αληθινή αγάπη ελευθερώνει. Ποτέ δε σκλαβώνει. Πλουτίζει τις καρδιές των ανθρώπων με τα ανεκτίμητα χαρίσματα της καλοσύνης, της αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης, της αφοσίωσης, της φιλαλήθειας και της ευσπλαχνίας• και δι’ αυτής, οι ψυχικές τους δυνάμεις βρίσκουνε την ατραπό για την πραγμάτωση και την καταξίωση.
Το μονοπάτι προς την καταξίωση των ανθρώπινων καρδιών και την ευτυχία δεν είναι μία εφήμερη σαρκική μίξη. Η ατραπός προς την τελείωση της ψυχής και την αλήθεια έρχεται, οσάκις, στα μάτια εκείνου που λέει ότι σ’ αγαπά, βλέπεις να καθρεφτίζουνται η αρετή ως αθώα τελειότητα και άδολη υπεροχή, ως αγέραστη ευδοξία και τιμή, ως ανυπέρβλητη ευγένεια ψυχής και το… μέλλον.

Περί Γλώσσας και Διάνοιας

Ο άνθρωπος, αφού προικίστηκε από το Θεό με πνευματικά και σωματικά χαρίσματα, το «συλλογίζεσθαι», το «κρίνειν», αλλά και τη διάνοια και τη γλώσσα, που τον βοηθούν να παράγει αξιόλογα πνευματικά και υλικά δημιουργήματα, είναι το ον, που ξεχωρίζει από τα θεία πλάσματα και τα λοιπά ζώα. Συνήθως, απ’ ό,τι λέγεται, ο εκάστοτε άνθρωπος ζει αντιμετωπίζοντας όσο γίνεται ανώδυνα τα καθημερινά προβλήματα και χρησιμοποιώντας γι’ αυτό και τη γλώσσα και τη διάνοιά του. Επιπλέον, η πείρα και η εμπειρία, που ‘χουν αποκομίσει και του κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές, για να επιλέξει τον τάδε ή τον δείνα δρόμο, τον βοηθούν να συνυπάρχει με τους συνανθρώπους του και να επιβιώνει στον κάθε λογής «ανταγωνισμό», που – εκούσια ή ακούσια – υφίσταται, καθημερινά, τριγύρω του…
Δεν υπάρχει άνθρωπος αλάνθαστος ή ολόκαλος. Το ζητούμενο είναι η διάνοιά του να βοηθά τον άνθρωπο να διώξει κάθε κακία από μέσα του και να διδάσκεται , να (μπορεί να) διορθώνεται απ’ τα λάθη του, στα οποία άθελά του υποπίπτει ή η έχθρητα προς τους άλλους και η ζήλια τον παρασέρνουνε και τον σπρώχνουνε ως άβουλο. Στα λάθη του συγκαταλέγω, δίχως άλλο, και την καλλιέργεια αντικοινωνικών παθών, που – αντί να συμφιλιώνουνε τις κοινωνίες και τους λαούς – τους διχάζουνε. Κι ως τέτοια πάθη εγώ λογαριάζω την αρχομανία, τη φιλοχρηματία, τη ζηλοφθονία, το φανατισμό, την κακοβουλία κ.α.
Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι σταθερή, δεν είναι άφθαρτη ή αιώνια. Μεταβάλλεται συνεχώς, είναι φθαρτή και με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως. Χαραχτηρίζεται από τις συνεχείς και επίμονες ανθρώπινες απόπειρες να φτάσουμε ως τη βρύση της ευτυχίας και της επιτυχίας και περιλαμβάνει, σε κυκλική επαναλαμβανόμενη (περιοδική) μορφή, πλάνες, χαρές, αποτυχίες και λύπες, νέες χαρμόσυνες στιγμές. Για να μάθουν, όμως, οι κατοπινές γενιές μήτε να χαίρουνται υπέρμετρα, μήτε να λυπούνται υπερβολικά, γιατί όλα είναι εφήμερα και παροδικά επί της γης και το χρήμα και φτώχια, η δόξα και η περιφρόνηση, η φιλία και η έχθρητα και ο γλυκύς ή πικρός λόγος, χρειάζεται η γλώσσα των τωρινών να τους κληροδοτήσει γραπτά ή προφορικά «χνάρια» και «πατημασιές».
Και θα ‘ναι γραμμένα ή ειπωμένα έτσι τα λόγια των προπατόρων, ώστε να μη μοιάζουνε μ’ ένα «σκοταδιστικό ηθικοπλαστικό κήρυγμα», ξεπερασμένο απ’ τα χρόνια• θα πρέπει να θυμίζουν ένα σοφό, πολύπειρο δάσκαλο, όπως το Θουκυδίδη με την «Ιστορία» του ή τον Αριστοφάνη με τις κωμωδίες του. Θα πρέπει να ‘ναι σαν ένα πλατύ ανιδιοτελές χαμόγελο και μιαν μεγάλη, μεστή απ’ αληθινή αγάπη κι ορθάνοιχτη αγκαλιά προς όλους όσοι μας περιβάλλουν. Αν και όπως λέει, εάν θυμάμαι καλά, και το τραγούδι: «Για την αγάπη όσα κι αν δίνεις είναι λίγα, και μην περιμένεις ανταμοιβή!»