Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Θρησκείες και Θάνατος

Το βέβαιο και παρατηρημένο για κάθε έμβιο οργανισμό είναι ότι μία ημέρα θα πεθάνει (ισχύει οπωσδήποτε για ζώα, φυτά και άνθρωπο). Μπορεί ένας οργανισμός να ζήσει λίγα ή πολλά χρόνια, να περάσει τη ζωή του ως υγιής ή άρρωστος. Σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι μία ημέρα θα πεθάνει. Το βέβαιο δε του θανάτου δεν προκαλεί καμία συναισθηματική αναστάτωση, όταν δεν γίνεται συνειδητό, όπως συμβαίνει στα φυτά και στα ζώα. Όταν όμως, στην περίπτωση των ανθρώπων, είναι και αναπόφευκτο και αναμενόμενο ότι θα συμβεί είναι τρομακτικό, και αποτελεί την κύρια αιτία για την τραγική ποιότητα της μοίρας του κάθε ανθρώπου.

Φυσικά, τα πάντα εξαρτώνται από τον τρόπο και τη γωνία που βλέπει κάποιος τα πράγματα. Αν δούμε την εξελικτική πορεία της φύσης μέσα από τα μάτια του νομπελίστα de Duve (Νόμπελ Ιατρικής 1974), όλοι οι οργανισμοί είναι μέρος μιας μεγάλης αλυσίδας εξελικτικών μηχανισμών που ξεκίνησαν από απλές χημικές ενώσεις στα βάθη των ωκεανών, φτάσανε τον κόσμο στο σημείο που τον γνωρίζουμε σήμερα και είναι άγνωστη η μορφή που θα πάρει η ζωή του πλανήτη στο μέλλον και το τι επιρροές θα ασκεί σε ομάδες ατόμων ή μεμονωμένα άτομα.
Σε κάθε γενιά, η φύση κατασκευάζει πολλούς απογόνους του κάθε είδους με ποικίλα χαρακτηριστικά: πολλές και διαφορετικές δυνατότητες ο καθένας, και από αυτούς αναπαράγονται μόνο οι ισχυρότεροι κάθε φορά, εξελίσσοντας έτσι τα είδη ζωής σε όλο και πολυπλοκότερες μορφές λειτουργίας. Για τον de Duve, τα κενά στη γνώση της εξέλιξης που υπάρχουν σήμερα, όπως το πώς ακριβώς από τις απλές χημικές ενώσεις στα βάθη των ωκεανών προέκυψε το πρώτο ευκαρυωτικό κύτταρο, είναι κάτι που στο μέλλον οπωσδήποτε θα ανακαλυφθεί, δεδομένων των επιτυχιών της επιστημονικής έρευνας και του μέλλοντος που αυτές δρομολόγησαν. Το πώς από εκεί φτάσαμε στον άνθρωπο είναι ένα απλό θέμα συμπτώσεων και ο άνθρωπος δεν είναι η κορυφή της έμβιας δημιουργίας, αλλά ένα απλό παρακλάδι του κλαδιού που επίσης γέννησε τους πίθηκους και τα ποντίκια.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Dawkins (βραβείο Kistler, 2001) που, μέσα από το καταπληκτικό του βιβλίο «Το Εγωιστικό Γονίδιο», μας δείχνει με ποιο τρόπο τα γονίδια των προγόνων μας χρησιμοποιούν τα σώματα μας προκειμένου να επιβιώσουν στο μέλλον στα σώματα των απογόνων μας. Για τον Dawkins ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε περισσότερο από φορέας – μέσο για την μετακίνηση και επιβίωση των γονιδίων. Η δήλωση αυτή μας θυμώνει μιας και η επιστήμη μας στέρησε όλη την ψευδαίσθηση μας για το ότι αποτελούμε κάτι το ξεχωριστό: από το Γαλιλαίο μάθαμε ότι η Γη δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος, από το Δαρβίνο ότι προερχόμαστε από τους πίθηκους, από τον Φρόιντ ότι έχουμε και ασυνείδητες σκέψεις που δεν ελέγχουμε και από τον Dawkins ότι είμαστε απλά οχήματα και τροφείς γονιδίων.
Και ενώ η ροή της φύσης είναι τόσο απλή, δηλαδή ότι οι άνθρωποι όπως και όλα τα όντα όταν πεθαίνουν, απλά πεθαίνουν, δίνοντας τη θέση τους σε πιο εξελιγμένους απόγονους, οι άνθρωποι έχουν κατασκευάσει ένας ασύλληπτης έκτασης πολιτισμό για να αποδείξουν ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ακόμη και αν δεχτούμε το θάνατο ως γεγονός, λόγω του ότι δεν γνωρίζουμε πότε θα συμβεί, ζούμε ωσάν να μην συμβεί ποτέ. Ως όντα ζωντανά που είμαστε, στην πραγματικότητα δεν πιστεύουμε σ’ αυτόν, μολονότι είναι το πλέον βέβαιο πράγμα. Κανενός είδους θεραπεία δεν μπορεί να μας ελευθερώσει από την αγωνία αυτή του θανάτου, παρά μόνον η σταδιακή γενναία από μέρους μας προσέγγιση του, κάτι που ως στάση ζωής το μαθαίνουμε εξ αρχάς μιμούμενοι τους ανθρώπους που μας μεγαλώνουν (με την προϋπόθεση ότι αυτοί έχουν την ανάλογη στάση) και απαιτείται να καλλιεργηθεί στη συνέχεια από το σχολείο και τον πολιτισμό της κοινωνίας μας.
Αν επιμείνουμε στην ιδέα της αθανασίας η μάχη είναι άνιση, μιας και οτιδήποτε και αν επινοήθηκε για να υποστηρίξει τη δυνατότητα του ανθρώπου στην αθανασία έχει προβληματική επιχειρηματολογία και στις περισσότερες περιπτώσεις διαψεύδεται από την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος επιμένει να μην θέλει να αποδεχτεί, ούτε να υποφέρει και να υπομείνει χωρίς να προβάλει αντίσταση τον θάνατο. Και μόνο η αναφορά της συγκεκριμένης λέξης προκαλεί φόβο. Αφού με την ύπαρξη της συνείδησης του γίνεται γι’ αυτόν ο ίδιος το κέντρο του κόσμου και τόσο σπουδαίο όπως νομίζει πρόσωπο έναντι των υπολοίπων δημιουργημάτων της φύσης, η θνητότητα του καταργεί όλα τα προνόμια και τον υποβιβάζει στην ίδια μοίρα με το απλό στα ανθρώπινα μάτια, μα πολυσύνθετο μυρμηγκάκι.
Η διαχείριση του φόβου του θανάτου είναι και ο κύριος λόγος της ύπαρξης των θρησκειών. Αυτές ανέλαβαν να επινοήσουν εύληπτα σενάρια που θα αναφέρονται στην πολυπόθητη λύση του θανάτου, στην Αθανασία.
Γενικότερα, οι θρησκείες απαντούν με δύο τρόπους στο γεγονός του θανάτου: με την πίστη στη μετενσάρκωση, και την πίστη στη μεταθανάτια ζωή των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών.


Η πίστη στη μετενσάρκωση
Η συγκεκριμένη πίστη έχει μακραίωνη ιστορία. Η φιλοσοφική της βάση είναι απλή. Αφού όλα τα όντα πεθαίνουν, και από αυτό το θάνατο γεννιέται - προκύπτει κάτι άλλο, τότε τίποτε ουσιαστικά δεν πεθαίνει - ή καλύτερα δεν φθείρεται βαθμιαία έως το τέλος. Απλώς αλλάζει μορφή, γίνεται κάτι άλλο, και μετά από ένα διάστημα επανέρχεται εξελιγμένο για να μάθει καινούργια μαθήματα. Έτσι, το νεκρό φύλλο που πέφτει στο χώμα αποσυντίθεται, γίνεται τροφή για άλλα φυτά, και επανέρχεται στη νέα του μορφή ως εξάρτημα ενός νέου βλαστού. Υπάρχει λοιπόν αυτός ο «μυστικός κύκλος της ζωής» όπου όλα πεθαίνουν και ξαναγεννιόνται σε ένα αέναο κύκλο.
Η θεωρία της μετενσάρκωσης εμφανίζεται στα ανατολικά θρησκεύματα της Εγγύς και Άπω Ανατολής. Η αθανασία συνδέεται στενότερα με τη μετενσάρκωση, η οποία μεταγγίζεται από την Ασία στην Ευρώπη χάρη στη διαμεσολάβηση του αρχαιοελληνικού ορφισμού και των μυστηριακών θρησκειών.
Σύμφωνα με την πίστη της μετενσάρκωσης, οι αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις γίνονται για συγκεκριμένο λόγο. Για να μπορέσει η «ψυχή» να μάθει μέσα από αυτές όλα αυτά τα μαθήματα που θα την οδηγήσουν μία μέρα στη φώτιση. Τότε θα σταματήσει αυτός ο κουραστικός κύκλος των μετενσαρκώσεων, και η ψυχή όντας φωτισμένη θα απολαύσει τη γαλήνη της υπερκόσμιας κατάστασης. Οι ζωές επομένως νοούνται, ανάλογα με το επίπεδο, σαν σχολικές ή πανεπιστημιακές τάξεις, όπου αν κάποιος μέσα από τα βιώματα του δεν αποκτήσει την αναμενόμενη «σοφία», τότε απλώς θα χάσει χρόνο σε περιττές μετενσαρκώσεις.
Οι οπαδοί της πίστης και των θρησκειών που στηρίζονται στην πίστη της μετενσάρκωσης έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Δεν έχουν αγωνία για το θάνατο, αλλά μήτε και για τη ζωή. Για ποιο λόγο να φοβούνται το ότι θα πεθάνουν αφού θα ξαναγεννηθούν. Και για ποιο λόγο να βιαστούν να γνωρίσουν έναν άνθρωπο, αφού αν δεν τον γνωρίσουν σε αυτή τη ζωή θα το κάνουν σίγουρα σε μία από τις επόμενες 10 ή 20 ζωές που θα ζήσουν. Έτσι, ο θάνατος μετατρέπεται σε κάτι ευχάριστο, αφού τους απελευθερώνει από τα «δεσμά» του σώματος και τους «προάγει» στην επόμενη «τάξη», και γι’ αυτό το λόγο ντύνονται με άσπρα ρούχα καλοτυχίζοντας το νεκρό, με τη βεβαιότητα ότι θα τον δουν σύντομα σε ένα από τα επόμενα του «ταξίδια».
Συνεπώς οι πιστοί της μετενσάρκωσης, απελευθερωμένοι από υπαρξιακές αγωνίες, είναι χαρούμενοι και γεμάτοι ενέργεια. Και δεν βιάζονται… Άλλωστε έχουν άπειρο χρόνο μπροστά τους να καλύψουν όλες τους τις ανάγκες και να δημιουργήσουν όσες σχέσεις απαιτούνται μέχρι την ολοκλήρωση της εξέλιξης τους (φώτιση).
Βεβαίως η πίστη αυτή έχει και μειονεκτήματα. Η κοινωνική και οικονομική τους διεκδικητικότητα είναι σε εμβρυϊκό στάδιο. Η κοινωνική θέση στην οποία γεννιέται κάποιος είναι αυτή που του αξίζει σύμφωνα με την απόδοση που είχε στην προηγούμενη του ζωή. Αυτός είναι ο «νόμος του Κάρμα». Επομένως είναι μάταιο για ένα φτωχό να διεκδικήσει μία ανώτερη κοινωνική θέση ή μία νύφη από άλλη τάξη. Αυτά απλώς δεν του ανήκουν και αν ζήσει ως ένας καλός φτωχός μπορεί στην επόμενη ζωή να ανταμειφθεί με μία καλύτερη κοινωνική θέση, πιο δυνατό σώμα, ή πιο «κοφτερό» μυαλό. Μπορεί π.χ. στην επόμενη ζωή του να είναι ένας διάσημος αθλητής, ένας γιατρός ή ένας δικηγόρος.
Μιας και σε αυτές τις περιπτώσεις ο θάνατος είναι πολύ πιο επιθυμητός από τη ζωή, οι πιστοί «πεθαίνουν» καθημερινά με την άσκηση, επιχειρώντας να σκοτώσουν τις επιθυμίες και τον ζωντανό τους εαυτό για μιαν πιο εξελιγμένη, ανώτερη πνευματικά και κοινωνικά επόμενη ενσάρκωση.

Η πίστη στη μεταθανάτια ζωή
Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες όπως ο Χριστιανισμός και ο Ισλαμισμός. Οι συγκεκριμένες θρησκείες θεωρούν το θάνατο ως είσοδο σε μία άλλη πραγματικότητα και τη ζωή ως «διαγώνισμα» ηθικής συμπεριφοράς. Ο κάθε άνθρωπος έχει μόνο μία ζωή και επομένως μία ευκαιρία να αποδείξει την ηθική του ποιότητα, που θα τον τοποθετήσει «εκ δεξιών του Πατρός» ή θα τον ρίξει στα άδυτα και στα βασανιστήρια της Κόλασης. Οι λεπτομέρειες για το πώς υπάρχει η μετά – θάνατο ζωή είναι περιττές. Τουλάχιστον στο Χριστιανισμό, αφού κάποιος πιστέψει ότι ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε, πρέπει αυτόματα να ασπαστεί και το παραπάνω παράλογο σενάριο.
Η όλη αυτή πίστη στηρίχθηκε και από φιλοσόφους όπως ο Καντ, ενώ στη σύγχρονη εποχή το κάνει μεταξύ άλλων ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος. Σύμφωνα με τον Καντ «πρέπει να έχει ο άνθρωπος άφθαρτη ψυχή, για να υπάρξει μετά θάνατο η δυνατότητα να τιμηθεί ο καλός και να λογοδοτήσει ο κακός. Πρέπει να δικαιωθεί και να κριθεί ο βίος από ένα δίκαιο Θεό».
Για να μπορέσει κάποιος να πάρει τη θέση του κοντά στο Θεό, η οποία θέση παρουσιάζεται με ήσυχα λιβάδια, ελάφια και πουλάκια, θα πρέπει να «θυσιάσει» τη ζωή του – καθώς και τις αρχές και την αγάπη των άλλων, «… όποιος θέλει πίσω μου να έλθει, αφήνει πίσω του γονείς, σύζυγο, προηγούμενη ζωή.. (Ματθαίος 16: 24 «Τότε ο Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού• ει τις θέλει οπίσω μου ελ¬θείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι.» ) στο όνομα του Θεού. Θα πρέπει να γυρίζει το άλλο μάγουλο όταν τον χτυπούνε, να είναι ταπεινός και σεμνός, να εκκλησιάζεται και να μετέχει των ιερών μυστηρίων ( θεία κοινωνία, εξομολόγηση π.χ.) συχνά, να δίνει στους φτωχούς από το υστέρημα του, να μην ασχημονεί, προκαλεί, ξεφεύγει και αναστατώνεται ποτέ, να τηρεί όλα τα έθιμα και τις νηστείες, να διαπαιδαγωγεί τα παιδιά του με τις αρχές της θρησκείας. Επίσης να μη διαλύει το γάμο του ακόμη και αν ζει μία κόλαση, εκτός των πολύ σοβαρών μορφών δυσλειτουργίας (π.χ. απειλή φόνου), να μην κάνει εκτρώσεις και ευθανασία, να θεωρεί τις διαφορετικές σεξουαλικές επιλογές (π.χ. ομοφυλοφιλία) ως ασθένειες, να μη δέχεται τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου ως αληθή αλλά μόνο τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης (πρόσφατα αυτό άλλαξε αλλά ακόμη δεν έχει γίνει αποδεκτό παγκοσμίως), να πιστεύει ότι το Άγιο Φως υπάρχει και ανάβει κάθε χρόνο μόνο στους Χριστιανούς Ορθόδοξους, να θεωρεί ότι θαύματα κάνει μόνο η θρησκεία του και πουθενά αλλού στον κόσμο δεν συμβαίνουν ανεξήγητες ιάσεις, να προσκυνά «ιερά οστά», οι μοναχοί και οι μοναχές στο Χριστιανισμό να δηλώνουν ότι «νυμφεύτηκαν το Χριστό» κ.α. Αν τα κάνει όλα αυτά και κριθεί ως άξιος, θα πάρει για ανταμοιβή του μια θέση στην «αιώνια ζωή» κοντά στον Πατέρα – Θεό.
Οι εκπρόσωποι αυτών των θρησκειών δεν μπορούν να εξηγήσουν σύμφωνα με την ανωτέρω θεωρία το γιατί συμβαίνουν πολλά ακατανόητα γι’ αυτούς, καθώς και για τους άλλους, όσους παραμένουν ακούσια στην ημιμάθεια ή την αμάθεια από τους κρατούντες, γεγονότα. Τα αναμάρτητα βρέφη που πεθαίνουν από αιφνίδιο θάνατο, τα αθώα παιδιά που σκοτώνονται σε πολέμους, οι άνθρωποι που πεθαίνουν από λιμούς ή AIDS στην Αφρική, οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί από σεισμούς και φυσικές καταστροφές ή οι δεκάδες νεκροί από πτώση αεροπλάνου όπου δεν ήταν όλοι «αμαρτωλοί». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις συνήθως η απάντηση είναι ότι «ο Θεός γνωρίζει και να έχεις εμπιστοσύνη στο σχέδιο του» ή «ο καρκίνος και το AIDS έχουν σώσει πολλές ψυχές από το διάβολο» και άλλα τέτοια που απευθύνονται σ’ ευκολόπιστους αμαθείς.
Επίσης δεν μπορούν να απαντήσουν επαρκώς στο ερώτημα: ένας ιθαγενής ενός νησιού στον Ειρηνικό, που δεν έχει διδαχτεί ποτέ τη συγκεκριμένη θρησκεία και παρ’ όλ’ αυτά είναι αγαθός και φιλεύσπλαχνος άνθρωπος, θα πάει στον Παράδεισο ή στην Κόλαση ή Πουθενά. Επίσης αν οι ηθικοί κώδικες δύο θρησκειών είναι αντίθετες, και ένας πιστός που ζει εφαρμόζοντας τους ηθικούς κώδικες της δικής του θρησκείας πρέπει να ανταμειφθεί, ενώ σύμφωνα με την άλλη θρησκεία πρέπει να τιμωρηθεί, τί τελικά θα γίνει. Με δεδομένο ότι όλες οι θρησκείες κηρύττουν ότι είναι «οι αληθινές», ποια και με ποια κριτήρια είναι η αληθινή και πώς αποδείχνεται η υπεροχή της;
Αλλά το πιο παράδοξο των μονοθεϊστικών θρησκειών είναι η σχέση με το γεγονός του θανάτου και της θνητότητας. Σύμφωνα με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό […όταν ο Θεός αποφάσισε να δώσει ζωή στον άνθρωπο και να τον καταστήσει κορωνίδα της δημιουργίας, σίγουρα είχε μεγάλα σχέδια γι΄ αυτόν. Απόδειξη ότι δεν χρησιμοποίησε απλά και μόνο ένα υλικό στοιχείο για τη δημιουργία του αλλά κι ένα «κομμάτι του εαυτού Του». Η Γένεσις μας δίνει πολύ παραστατικά την εικόνα αυτή: «και έπλασεν ο Θεός τον Άνθρωπον χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις τον πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». Το δώρο της ζωής δόθηκε στον άνθρωπο ακέραιο, χωρίς μικρότητες και υπολογισμούς. Ο Θεός που δημιούργησε τέλεια όλα τα πλάσματά του, έδωσε στον άνθρωπο την αθανασία και την αιωνιότητα (ανάλογα παραδείγματα συναντούμε και στην Αρχαία Ελλάδα όπως ο Τιθωνός, που κατά την ελληνική μυθολογία ήταν γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και της Στρυμούς• τον αγάπησε η Ηώ και οι θεοί του χάρισαν την αθανασία αλλά όχι και την αιώνια νεότητα). Και όσο ο άνθρωπος εκπληρούσε το σκοπό για τον οποίο τάχτηκε απ΄ τον Δημιουργό του, μπορούσε ν΄ απολαμβάνει όλα τ΄ αγαθά που είχαν φτιαχτεί γι΄ αυτόν]. Επίσης «όπως λέει η Παλαιά διαθήκη, και συγκεκριμμένα ο Σοφός Σολομώντας, εξαιτίας της αμαρτίας ήρθε ο θάνατος στο κόσμο. «Φθόνω (φθόνος αντίθετο της αφθονίας, η οποία είναι η πληθώρα αγαθών που επιτυγχάνεται όταν δε φωλιάζει μέσα φθόνος) διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον» λέει χαρακτηριστικά. Αλλά και ο απ. Παύλος λέει ότι «δι’ ενός ανθρώπου (του Αδάμ) η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος». Δηλαδή εξαιτίας ενός ανθρώπου, του Αδάμ, ήρθε η αμαρτία και ο θάνατος.
Επομένως ο θάνατος δεν είναι αποτέλεσμα του Θεού αλλά αποτέλεσμα της αποστασίας από το Θεό και τις εντολές που Αυτός έδωσε. Αν ο άνθρωπος έμενε όπως δημιουργήθηκε από το Θεό, σίγουρα δεν θα πέθαινε. Και όπως λέει ο Μ. Βασίλειος – και η γνώμη του εκφράζει ολόκληρη την Πατερική Παράδοση – «ουχί Θεός έκτισε θάνατον, αλλ’ ημείς εαυτοίς εκ πονηράς γνώμης επεσπασάμεθα». Δηλαδή δεν έφερε ο Θεός τον θάνατο αλλά εμείς με τα έργα της αμαρτίας μας τον φέραμε στο κόσμο».
Για τους πιστούς των μονοθεϊστικών θρησκειών, ο θάνατος δεν υπάρχει, με κάποιο τρόπο καταργείται. Ειδικότερα στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν αλλά «κοιμούνται». Κοιμούνται για χρόνια ή και αιώνες στα «κοιμητήρια» γι’ αυτό και διατηρούνται τα οστά τους. Σύμφωνα με την παράδοση, που με την πάροδο των αιώνων μετεξελίσσεται σε πίστη, θα έρθει η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όπου όλοι οι νεκροί θα σηκωθούν από τους τάφους όπου κοιμόντουσαν, θα κριθούν από το Χριστό για την ηθική ποιότητα της ζωής τους και ο καθένας θα πάρει τη θέση που του αξίζει.
Ανάλογες ιδέες συναντούμε στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία από όπου οι μονοθεϊστικές θρησκείες ενδεχομένως υιοθέτησαν ως ένα βαθμό. Για παράδειγμα, στη Νέκυια ούτε επανένωση των αγαπημένων υπάρχει, ούτε διαφαίνεται λυτρωμός ή διέξοδος για τις βασανισμένες ψυχές. Όλοι οι νεκροί της Νέκυιας, οι ωραίοι νέες και νέοι, οι πολύπαθοι γέροντες, οι απαλές παρθένες και οι ανδρειωμένοι πολεμιστές, όλοι τους περιφέρονται αιώνια, σκιές χωρίς καμιά ελπίδα. Ο ίδιος ο Αχιλλέας προτιμά να βλέπει το φως του ήλιου δούλος, παρά να κυβερνά στον Αδη (ΤΟ ΒΗΜΑ, Κάθοδος στον Αδη και ομηρική Νέκυια, Γ. Γιατρομανωλάκης, 08-04-2007).
Το "Κατάπλους ή Τύραννος" είναι ένας διάλογος του Λουκιανού που διαδραματίζεται στον κάτω κόσμο. Στην όχθη της Αχερουσίας λίμνης ο Χάροντας και η Κλωθώ υποδέχονται τον Ερμή, που φέρνει, μεταξύ άλλων, τρεις νεκρούς οι οποίοι συμμετέχουν στον διάλογο εκφράζοντας τρεις διαφορετικές θεωρήσεις της ζωής και του θανάτου: τον κυνικό φιλόσοφο Κυνίσκο, τον πλούσιο τύραννο Μεγαπένθη και τον φτωχό τσαγκάρη Μίκυλλο. Στο "Μένιππος ή Νεκυομαντεία" ο Λουκιανός ασχολείται με την κατάβαση του κυνικού φιλοσόφου Μενίππου στον κάτω κόσμο. Ο Μένιππος αποφασίζει να κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ρωτήσει τον μάντη Τειρεσία ποιος είναι ο άριστος βίος τον οποίο θα πρέπει να επιλέγει κάθε συνετός άνθρωπος. Στους Νεκρικούς διαλόγους Ο Λουκιανός καυτηριάζει πρωτότυπα και ευρηματικά μύθους, κοινωνικά φαινόμενα, ανθρώπινες αδυναμίες και τους δογματισμούς των ανθρώπων του πνεύματος της εποχής. Στο απόσπασμα των Νεκρικών Διαλόγων του ο Μένιππος στέκεται κριτικά απέναντι στις μυθικές δοξασίες που σχετίζονταν με τον Άδη και τους νεκρούς (2.2.6) και αντιπαραθέτει σε αυτές τις αξίες που υποστήριζαν οι κυνικοί φιλόσοφοι. Ο Λουκιανός, -φιλικά προσκείμενος στη στάση ζωής των κυνικών φιλοσόφων- δια στόματος Μενίππου, αρνείται τη χρησιμότητα των υλικών αγαθών στη ζωή (2.1.6, 2.3.6-11), εκφράζεται με απάθεια για το σοβαρό ζήτημα της μεταθανάτιας ζωής (2.2.6, 2.3.6-7), απαξιώνει τους μύθους (2.1.10), υποδεικνύει το πρόσκαιρο και το μάταιο της ευτυχίας στη ζωή και καταδεικνύει την ισότητα όλων των ανθρώπων στον θάνατο(2.2.3, 2.2.6, 2.2.8-10). Με έντονο κυνικό χρώμα ο διάλογός του θέτει στο στόχαστρο τις καθιερωμένες λαϊκές δοξασίες, τονίζει το αναπόδραστο του θανάτου (2.3.13-14) -εξίσου για πλούσιους και φτωχούς- και με την προσθήκη του κωμικού στοιχείου προκαλεί γέλιο και απαλύνει τη θλιβερή ατμόσφαιρα του κάτω κόσμου (Lesky, Ιστορία Αρχ. Ελλ. Λογοτεχνίας, σ.σ. 1148-1150).
Η ιδέα της ανάστασης των νεκρών αναγκάζει τους Χριστιανούς να αντιτίθενται στην καύση των νεκρών, γιατί χωρίς τα οστά δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι οι νεκροί «κοιμούνται». Αυτή η κατάσταση των ζωντανών στον τάφο που «κοιμούνται» έχει πυροδοτήσει τις αμέτρητες ιστορίες για «ζωντανές ψυχές», φαντάσματα, ζόμπι κ.α
Συμπερασματικά, οι οπαδοί αυτής την πίστης και αυτών των θρησκειών α) δεν αποδέχονται το θάνατο και β) στρέφονται ή καταφεύγουν στις θρησκείες τους προκειμένου να μάθουν τους κανόνες εκείνους που αν τους εφαρμόσουν «θα σωθούν», θα επιβραβευτούν με μία καλή μετα – θανάτια ζωή. Για το λόγο αυτό και οι θρησκείες έχουν τεράστια δύναμη, αφού μετά από συναντήσεις και συνόδους αποφασίζουν για λογαριασμό των πιστών τι είναι αμαρτία και τι ορθή συμπεριφορά, βγάζουν δηλαδή δόγματα, κάτι παραπλήσιο με τα αξιώματα των μαθηματικών. Π.χ. το αν η ομοφυλοφιλία ή η ευθανασία είναι κάτι ορθό θα το αποφασίσει η εκάστοτε θρησκεία. Όσο οι πιστοί δέχονται τη μετα – θανάτια κρίση τόσο και παραμένουν εξαρτημένοι από τις αποφάσεις των θρησκευτικών τους ηγετών ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ζουν. Η ζωή τους μπορεί πολύ εύκολα να «σπαταληθεί» προσπαθώντας να μείνουν στα όρια της «ηθικής», που έχει χαραχθεί από την εκάστοτε θρησκευτική ηγεσία της πίστης τους.
Είναι τέλος αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι δεν παραδέχονται τη μετενσάρκωση - διαιώνιση /κληροδότηση σωματικών και ψυχικών και πνευματικών «χαρισμάτων», αφού έτσι θα καταργούνταν ο ρόλος του Χριστού ως κριτή, την κάνουν πράξη με έμμεσο τρόπο μέσω της ονομάτισης των μικρών παιδιών. Τα μικρά παιδιά παίρνουν συνήθως το όνομα του παππού ή της γιαγιάς και φυσικά και το επίθετο τους. Σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει ένα αγόρι να έχει το όνομα και το επίθετο του παππού του ή ένα κορίτσι της γιαγιάς του. Το γεγονός ότι ο παππούς χαίρεται που «ακούει» το όνομα του είναι βέβαιο ότι έχει μεγάλη σχέση με την νίκη του δικού του θανάτου, αφού ένας μικρός άνθρωπος με το όνομα του μόλις ξεκινά να ζει και συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε - συχνά λέμε ότι τρέφει ελπίδες ότι θα κάνει όσα δεν έκανε ο παππούς ή ο πατέρας. Εμμέσως λοιπόν ο παππούς μετενσαρκώνεται.
Αυτή η έμμεση μετενσάρκωση χρησιμοποιείται αρκετά και στην ψυχοθεραπεία (ψυχανάλυση και οικογενειακή θεραπεία) και δίνει πολύ καλά αποτελέσματα. Μέσω της χρήσης οικογενειογραμμάτων (σχήμα της οικογένειας για τρεις ή περισσότερες γενιές) αντλούνται πληροφορίες για τον ψυχοθεραπευόμενο από το όνομα του και τα άτομα της οικογενείας που είναι συνονόματοι (συνήθως παππούς, γιαγιά ή κάποιο εκλιπόν πρόσωπο). Το υλικό συνήθως αποκαλύπτει πολλά, μιας και μαζί με το όνομα κληρονομούνται και χαρακτηρολογικές ιδιότητες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: