Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Περί Εργασίας και Ελευθερίας

Όλοι, σχεδόν, οι άνθρωποι εργάζουνται ή, τουλάχιστον, επιθυμούν να εργάζουνται. Πέραν της χαράς της δημιουργίας και της κοινωνικής προσφοράς, όταν δουλεύουνε χωρίς άνωθεν καταπίεση, τους κατέχει μεγάλη χαρά, γιατί εξασφαλίζουνε και τα προς το ζην και συμβάλλουνε στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων.
Πολλοί λένε ότι ο πραγματικός προορισμός της εργασίας είναι κοινωνικός. Δηλαδή, εάν δουλεύεις για τον εαυτό σου, στην πραγματικότητα, εργάζεσαι για το κοινωνικό σύνολο. Ο καθένας, μ’ εξειδικευμένη «αποστολή», δουλεύει για όλους και όλοι συνεργάζουνται μεταξύ τους. Παρατηρήστε τις κοινωνίες των μερμηγκιών και θα ιδείτε ότι, με τη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας, τα καθημερινά προβλήματα φαίνουνται πιο εύκολα, λύνουνται με κοινές προσπάθειες.
Καθένας, πλέον, με λυμένα τα περισσότερα προβλήματά του, νιώθει και είναι λεύτερος. Απαλλαγμένος από άγχη και διάφορα αντικοινωνικά συμπλέγματα (ανωτερότητας ή κατωτερότητας), γνωρίζει ό,τι πραγματικά θέλει από τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του, ποιες είναι οι αληθινές δυνάμεις και δυνατότητές του και πώς μπορεί να πετύχει ό,τι θέλει ή καθετί, που του εξασφαλίζει τα προς «το ζην και το ευ ζην». Έτσι, βαθμιαία, ανεβαίνει την «κλίμακα» της ζωής και προσεγγίζει, σιγά – σιγά πλην με σταθερά βήματα, την ευτυχία, χωρίς αρρωστημένα προσωπικά πάθη ή συμφεροντολόγους «αφέντες» να τον «δυναστεύουν» ή να τον παγιδεύουνε…
Στην καθημερινή μας ζωή, συναντούμε, πέρα από τους φίλεργους, και αυτούς που αρνούνται να εργαστούν και παρασιτούν σε βάρος των άλλων και όσους ψάχνουν δουλειά, αλλά δεν καταφέρνουν να βρουν. Εάν η εργατικότητα βοηθά τον άνθρωπο να προκόψει και τον γιομίζει χαρά και διάθεση για κοινωνική προσφορά, η ανεργία τον «πληγώνει» και τον κάνει να μιλά για «κοινωνική αδικία» αλλά συνάμα τον παρακινεί σ’ αδιάκοπους αγώνες, ενώ η αεργία τον ωθεί να δαπανά, ως «τζίτζικας», τον κόπο των άλλων.
Φανταστείτε πώς είναι ένας άνθρωπος που δεν εργάζεται. Ιδίως, όποιος εκούσια απέχει, λόγω οκνηρίας, από τον καθημερινό μόχτο, ο άεργος. Μπορεί να ‘χει πιότερο λεύτερο χρόνο στη διάθεσή του για ψυχοπνευματική καλλιέργεια, αλλά δεν τον εκμεταλλεύεται. Στον αντίποδα, αν και επιδίδεται στην καλοπέραση, είναι γιομάτος άλυτα προβλήματα, προσωπικές, πρώτιστα, ανασφάλειες, γίνεται αντικοινωνικός και εσωστρεφής• κλείνεται, όσο περνά ο χρόνος, στον εαυτό του, όσο γίνεται πιο πολύ, και καταπιέζοντάς τον, απομακρύνεται πιότερο και μακρύτερα από τον κοινωνικό προορισμό του. Η παρουσία του άεργου στη ζωή είναι όμοια μ’ ενός κοινοβλαβούς παρασίτου.
Ο ακούσια άνεργος, αντίθετα, παρότι αισθάνεται πόνο από την «κοινωνική αδικία» που υφίσταται, εφόσον η κοινωνία δεν αναγνωρίζει τους κόπους και τους αγώνες του, δεν παραμένει αδρανής και δεν κυνηγά την άνετη και ευχάριστη ζωή• φροντίζει να εφοδιάζεται με διαρκώς νέες γνώσεις και εμπειρίες, που θ’ αναφανούν χρήσιμες και στον ίδιο και στο κοινωνικό σύνολο, όταν βρει δουλειά. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί γνωρίζει καλά ταυτόχρονα ότι – εάν με την εργασία μπορεί να διευρύνει τους ορίζοντές του με τις συναναστροφές του στο χώρο της δουλειάς, αλλά, ταυτόχρονα, και με τις «στροφές», που πρέπει να παίρνει το μυαλό του, για ν’ αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της εργασίας – κι ως πού μπορεί να φτάσει η ελευθερία του. Συνήθως, πιστεύεται πως το όριο αυτό είναι ο σεβασμός από τον εργαζόμενο της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των συνανθρώπων και όσων εργάζονται μαζύ του. Έτσι, ο πολίτης, είτε εργάζεται είτε παραμένει, χωρίς να το θέλει, άνεργος, εξασφαλίζει και το σεβασμό προς την προσωπική του ελευθερία, η οποία διευρύνεται με τη συμπαράσταση και τη συνδρομή του κοινωνικού του περίγυρου.
Κι αυτό γίνεται πιο κατανοητό, εάν συνδέσουμε την ελευθερία με την ηθική, την πνευματική καταξίωση του ανθρώπου και τη γνώση των ψυχοσωματικών του δυνατοτήτων. Με την εργασία, ο άνθρωπος πνευματικά ανοίγει νέους ορίζοντες, καλλιεργεί το νου του, τον μαθαίνει να σκέφτεται και να δρα κοινωφελώς και απελευθερωμένος από προκαταλήψεις και πατροπαράδοτες δεισιδαιμονίες να χαράσσει την κοινωνική του πορεία, να προνοεί για το μέλλον και να ονειρεύεται πώς θα υλοποιήσει τα σχέδιά του.
Εάν το δούμε, τέλος, από ηθικής πλευράς, είναι πανθομολογούμενο πως ο άνθρωπος, που βλέπει την εργασία ως κοινωφελή προσφορά κι όχι σαν μέσο κερδοσκοπίας εις βάρος των άλλων ή κοινωνική «αγγαρεία» εις βάρος του ίδιου, χαίρεται να προσφέρει. Έτσι, λεύτερος από πάθη, που, ίσως, τον κρατούν σε απόσταση από τους άλλους, εργάζεται με πυξίδα την κοινωνική ελευθερία, η οποία, με τη σειρά της, φέρνει, έπειτα, στον καθένα μας την προσωπική του ελευθερία…

Δεν υπάρχουν σχόλια: