Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Περί «Συλλογίζεσθαι και Κρίνειν»

Τίποτα από το σήμερα, δε μοιάζει στο χθες, μήτε το αύριο θα ‘ναι το ίδιο με το σήμερα, όσο κι αν οι άνθρωποι τις παιδικές του συνήθειες δύσκολα αλλάζουν. Τα πράγματα, που μας περιτριγυρίζουν, μένουνε σταθερά, τα ονόματά τους μεταβάλλουνται και, με τη στήριξη της Γνώσης και τη συνδρομή των Γνώσεων, προσαρμόζουνται στις γύρωθε συνθήκες, από διάφορους κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες «αγγιγμένα».
Η Παιδεία, ένας απ’ αυτούς τους παράγοντες π.χ., καλλιεργεί το πνεύμα και το λόγο, η Γυμναστική, ένας άλλος, το σώμα ανθεκτικό στις κακουχίες και εγκρατές στην ευφροσύνη κάνει, και τα δύο μαζύ άνθρωπο – μέλος της κοινωνίας αυτοκυρίαρχο δίδουν στις σκέψεις και τις πράξεις• συνάμα, του παρέχουνε τη δυνατότητα να ονοματίζει όσα τον περιβάλλουν και έτσι, κατόπιν, σε συνεργασία με τον περίγυρό του, να διευκολύνεται στην ερμηνεία και στον τρόπο να βρίσκει εφαρμογής τους.
Μόνος αληθινός δάσκαλος μιας καρδιάς είναι ο πόνος ύστερα από ένα (εκούσιο ή – κυρίως – ακούσιο) λάθος σε βάρος της ίδιας ή ενός αθώου.
Όποιος σκορπά αλόγιστα ό,τι έχει, μοιάζει μ’ αυτόν που δεν γνωρίζει ό,τι έχει. Όμοια, όποιος άνθρωπος δεν ξέρει να μεταχειρίζεται σωστά το λόγο και να ερμηνεύει όσα τον περιβάλλουν, αν και έχει το προτέρημα του «συλλογίζεσθαι» και του «κρίνειν», θυμίζει αυτόν που το ίδιο προτέρημα αναλίσκει εις βάρος της κοινωνίας που ζει, αλλά και του ίδιου, στ’ όνομα ενός προσωρινού ωφελήματος.
«Συλλογίζεσθαι» σημαίνει χρησιμοποιώ χωρίς βία, βιασύνη, αλλά προσεχτικά το λόγο μαζύ με την πράξη εγώ ο ίδιος, για να εξέλθω από μιαν κατάσταση, όπου έχω περιπέσει, καλή ή κακή, και να μεταβώ σε μία άλλη, ψυχική, πνευματική, ηθική, οικονομική, κοινωνική.
«Κρίνειν» είναι η δυνατότητα (η ικανότητα, όχι η ευκαιρία) που έχει κάθε άνθρωπος να βάζει κάτω τα πράγματα, να βλέπει πού πηγαίνει – τι συμβαίνει και ποια κίνητρα σπρώχνουν εσώψυχα μια συγκεκριμένη κίνηση του ιδίου ή των άλλων και, επίσης, να σταθμίζει τις πραγματικές του δυνάμεις, πριν προχωρήσει σε κάποια κίνηση που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον κοινωνικό του περίγυρο. Στις σημερινές, όμως, κοινωνίες, «κρίνουν» οι πολλοί τους λίγους και θέλουν να ερμηνεύουν την καθημερινή ζωή δίχως να λαβαίνουν υπόψη τους την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» και χωρίς να ψάχνουν τα βαθύτερα κίνητρα μιας συμπεριφοράς· και δίνουν, έτσι, στη λέξη μιαν εντελώς βαρυσήμαντη κακώς έννοια.
Η Ιατρική και η Θεολογία, δύο ακόμη από τους «παράγοντες» που «βοηθούν» στην ερμηνεία όσων μας περιτριγυρίζουνε, προσπαθούν, ξεχνώντας τα δώρα της Φύσης, να πείσουνε τον άνθρωπο πως το σώμα και η ψυχή μας, αντίστοιχα, εξαρτώνται από κάτι Τέλειον, το Θεό και την Επιστήμη τάχα; Κι όμως μόνον όταν ο άνθρωπος, αυτεξούσιος και υπόλογος στις φυσικές του δυνάμεις, απολαμβάνει τις ηδονές του σώματος και της ψυχής, που – για προφανείς λόγους – απαγορεύουν όσοι η Φύση τους στέρησε αυτή την ευκαιρία και τη δυνατότητα, τότε μοιάζει πραγματικά ολοκληρωμένος και δοξολογεί ευγνώμων τους θεούς για ό,τι καθημερινά του προσφέρουν.
Λοιπόν, μήπως έχουν δίκιο όσοι λένε η Φύση είναι ο πρώτος γιατρός και θεός, επειδή θέλει ακόμη και τις τελευταίες ώρες του πριν από το θάνατο εύθυμο τον άνθρωπο και όχι στερημένο ή αγχωμένο από τις «αρρώστιες», που του φόρτωσαν οι επιστήμονες και τις «αμαρτίες» που του χρέωσαν οι θεοφοβούμενοι;

Δεν υπάρχουν σχόλια: